Τα 8 αίτια της παρακμής και τα 7 σημεία για την αναστροφή.
1. Φιλοχρηματία και εξουσιομανία
Το φαινόμενο αυτό ούτε νέο είναι ούτε και περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Στη χώρα μας, όμως, τα τελευταία χρόνια, έχει προσλάβει διαστάσεις καταστροφικές.
Το γεγονός ότι το εν λόγω φαινόμενο ευδοκιμεί στους πολιτικούς κύκλους όλοι το υποψιαζόμαστε· το γεγονός, επίσης, ότι παρατηρείται υπό εντονότατη μορφή και στα ΜΜΕ είναι εξίσου εύλογο, εάν κρίνουμε από την ακατασίγαστη δίψα των ιδιοκτητών ΜΜΕ για δάνεια και άλλου είδους κρατικά οφέλη (όπως είναι, για παράδειγμα, η μη φορολόγηση των εσόδων από τις διαφημίσεις), τα οποία –όπως θα φανταζόταν κανείς– τους παρέχονται ως ανταλλάγματα γιατην πλήρη και τυφλή υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση.
Είναι θλιβερό το ότι το φαινόμενο αυτό απαντάται και μεταξύ επιτυχημένων επαγγελματιών (κυρίως, μεταξύ δικηγόρων ή ιατρών, με τα σφραγισμένα «φακελάκια» να πηγαινοέρχονται συνεχώς «κάτω από το τραπέζι»)· είναι λυπηρό να μαθαίνεις ότι από την ίδια ασθένεια έχουν προσβληθεί και οι εφοριακοί υπάλληλοι· είναι, όμως, κυριολεκτικά απελπιστικό να διαπιστώνεις ότι το ίδιο φαινόμενο έχει επίσης αγγίξει μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων που έχουν εμπλακεί σε συμβάσεις προμηθειών.
Ο πολλαπλασιασμός των περιστατικών απειλεί πλέον να καταστήσει τη δωροδοκία αποδεκτή πρακτική, απαλλάσσοντάς την από κάθε ηθικό στίγμα. Και αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που καθιστά την εν λόγω πρακτική τόσο καταδικαστέα. Τα ανωτέρω παραδείγματα δείχνουν επίσης ότι οι πρακτικές των κατεστημένων έχουν διαδοθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, δημιουργώντας ένα αποδεκτό μοντέλο συμπεριφοράς, για να μη πω «μια μόδα».
2. Καιροσκοπισμός και προσωπική ανέλιξη
Η συνήθεια αυτή εντοπίζεται, και πάλι, στους πολιτικούς κύκλους υπό την πλέον σφοδρή και αηδή μορφή της. Πράγματι, ελάχιστοι πολιτικοί μπορούν να αντισταθούν στην ανεδαφική φαντασίωση ότι, κάποια στιγμή, θα γίνουν αρχηγοί κομμάτων ή και κάτι άλλο, ανώτερο. Έτσι, αργά ή γρήγορα, βρίσκουν τρόπους και γίνονται ιδρυτές των δικών τους κομμάτων. Είναι, ασφαλώς, δικαίωμά τους να ακολουθούν αυτή την οδό, όπως άλλωστε αποτελεί και ορθή αντίδραση του εκλογικού σώματος να τους γυρίζει την πλάτη με πλήρη αδιαφορία. Δυστυχώς, όμως, διάφοροι ανόητοι εκλογικοί νόμοι ενθαρρύνουν χωρίς περιορισμούς ακόμη και τους πιο ασήμαντους από αυτούς τους «μικροαρχηγούς» να καλλιεργήσουν τη μεγαλομανία τους, διευκολύνοντάς τους να βρουν κάποιο είδος χρηματοδότησης, είτε από την Ελλάδα είτε από την Ευρώπη. Πεταμένα λεφτά υπό το πρόσχημα της λέξης «δημοκρατία».
Πάντα στο ίδιο πλαίσιο, ακούγεται επίσης συχνά ότι κατάλληλο για τη χώρα μας θα ήταν ένα σύστημα απλής αναλογικής. Οι υποκριτές πάντοτε στηρίζουν τις φιλοδοξίες τους ισχυριζόμενοι ότι οι ενέργειές τους προωθούν τη δημοκρατία. Προσωπική μου άποψη είναι ότι, όπως ισχύει στη Γερμανία, θα έπρεπε το ποσοστιαίο όριο εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή να καθοριστεί στο 5%· η δε χρηματοδότηση καταφανώς ασήμαντων πολιτικών κινημάτων θα έπρεπε να υπόκειται σε αυστηρότατο έλεγχο, διότι, στην καλύτερη περίπτωση, τα πολλά κόμματα ενθαρρύνουν τα συνεχή παζάρια μεταξύ των πολιτικών, ενώ, στη χειρότερη, η κατάσταση αυτή οδηγεί σε κυβερνητική αστάθεια. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι δίκαιο το αντίθετο άκρο, το οποίο πριμοδοτεί σε υπερβολικό βαθμό με βουλευτικές έδρες κάθε κόμμα που έχει έστω και ελάχιστο προβάδισμα έναντι του κόμματος που έπεται. Όπως πάντα, πρέπει να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ ευρείας αντιπροσώπευσης και αποτελεσματικών κυβερνήσεων. Τα ζητήματα αυτά, όμως, δεν μπορούν να αποφασίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αντιθέτως, θα έπρεπε να ανατεθεί σε μια ειδική εκλογική επιτροπή να τα επανεξετάζει κατά περιόδους και, έπειτα, να καταθέτει τις προτάσεις της στη Βουλή προς ψήφιση.
Τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας έχουν αφήσει στους Έλληνες ανεξίτηλα τα σημάδια μιας αποκρουστικής τάσης υποταγής στην εξουσία και στο χρήμα. Παραδόξως, οι ίδιοι Έλληνες που ανέκαθεν αντιμετώπιζαν τους Δυτικούς ως ανόητους –παλιά, τους λέγανε «κουτόφραγκους»–, συγχρόνως πάντα εντυπωσιάζονται από τη δύναμη, τον πλούτο και το «φαίνεσθαι», ιδίως όταν θεωρούν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη γνωριμία τους με έναν «ξένο» για να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους.
Εδώ και αρκετά χρόνια, στην ελληνική εξωτερική πολιτική κυριαρχεί αυτό το σύμπλεγμα. Υπήρχε, ασφαλώς, μια περίοδος –η δεκαετία του ’50, ας πούμε– κατά την οποία η υποταγή προς τις ΗΠΑ αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο για να αποφύγει μια χώρα την υποδούλωσή της από τη Σοβιετική Ένωση. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, όμως, ο κίνδυνος αυτός έχει αποσοβηθεί πλήρως. Κι ωστόσο, διάφορες ομάδες συμφερόντων και ΜΜΕ έχουν καταβάλει γενναίες προσπάθειες για να κρατήσουν ζωντανή την υποταγή στους Αμερικανούς ή, πιο πρόσφατα, στους Γερμανούς.
Στις μέρες μας, διαπιστώνουμε επιπλέον ότι αυτό το πνεύμα υποτακτικότητας έχει επεκταθεί και στον οικονομικό τομέα. Έτσι, το πολιτιστικό χρέος της Ελλάδας προς τη Βαυαρία έχει μεταμορφωθεί σε οικονομική δουλεία προς το Βερολίνο. Με πολύ εύκολο τρόπο, ορισμένοι από αυτούς που διαμόρφωσαν τη δουλεία ισχυρίζονται ότι ήταν απολύτως αναγκαία η απόφασή τους να εισαγάγουν αυτή την κατάσταση στην Ελλάδα. Ωστόσο, έχουν πλέον δημοσιοποιηθεί αρκετά στοιχεία από την ΕΕ, το ΔΝΤ ή ακόμη και τον πρώην πρωθυπουργό (που μας οδήγησε στην παγίδα ΔΝΤ/ΕΕ/Γερμανίας) και τον αδελφό του, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω αποφάσεις ελήφθησαν «στο πόδι», χωρίς τη δέουσα, ευρεία διαβούλευση, κι επίσης χωρίς εμπειρογνωμοσύνη ανάλογη της εμπειρογνωμοσύνης των ανθρώπων οι οποίοι επέβαλαν τους όρους που έδεσαν χειροπόδαρα την ελληνική οικονομία. Πράγματι, πρόσφατα, αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς επιβεβαιώθηκε ακόμη μία φορά, όταν πρόταση του ΔΝΤ για εξεύρεση πιθανών τρόπων περικοπής του χρέους απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Ο Έλληνας ομόλογός του συμφώνησε πάραυτα, και μάλιστα, όπως συνηθίζουν να λένε οι νεαροί Άγγλοι δικαστές, «χωρίς να έχει να προσθέσει τίποτε το ουσιαστικό».
4. Ανασφάλεια και ανισότητα οικονομικής μεταχείρισης
Η οικονομική μας πτώση δεν στάθηκε αποτέλεσμα μόνον πεζής ηγεσίας, αδικαιολόγητων καθυστερήσεων από την κυβέρνηση Παπανδρέου κατά τους πρώτους έξι μήνες της θητείας (όταν ακόμη μπορούσαν να βρεθούν χρήματα από τις αγορές) ή και της εφαρμογής ενός λανθασμένου οικονομικού μοντέλου από το ΔΝΤ: η αποτυχία ήταν προβλέψιμη ήδη από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι η κεντρική ιδέα του εν λόγω μοντέλου –συνεχής λιτότητα, συνεχείς περικοπές– θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη μείωση των επενδύσεων και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας και, τέλος, σε λιγότερα φορολογικά έσοδα. Γι’ αυτήν ακριβώς την κατάληξη μάς προειδοποιούσε με μεγάλο θάρρος ο κ. Σαμαράς καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010. Καθώς φαίνεται, όμως, επρόκειτο για άλλον Σαμαρά από αυτόν που γνωρίζουμε πλέον.
Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε συνεχής πολιτική οριζόντιων περικοπών, μειώνοντας το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών κατά περίπου 30% των εισοδημάτων τους σε σύγκριση με την περίοδο 2008-9, ανεβάζοντας την ανεργία σε επίπεδα αδιανόητα και εκτινάσσοντας το δημόσιο χρέος σε ποσοστό 174% του ΑΕΠ της χώρας (και αυτό, παρά το «γενναίο» –και οδυνηρό για ορισμένους– «κούρεμα» που έγινε πριν από περίπου δεκαοκτώ μήνες). Πρέπει λοιπόν να γραφτούν με μαύρα γράμματα στην ιστορία τα ονόματα των πολιτικών που «ευεργέτησαν» –για να μη πω «διέλυσαν»– το ελληνικό έθνος. Αναφέρομαι, πιο συγκεκριμένα, στους κκ. Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Βενιζέλο, Παπαδήμο. (Για τον κ. Σαμαρά η τελική κρίση θα πρέπει να περιμένει μέχρι το τέλος της πρωθυπουργίας του.) Και όταν θα έχει ολοκληρωθεί η «λίστα της ντροπής», θα πρέπει να κληθεί ένας νέος Σόλων για να εφαρμόσει μια νέα Σεισάχθεια.
5. Δημογραφικά στοιχεία: γήρανση και μετανάστευση
Πρόκειται για ένα από τα σοβαρότερα αλλά λιγότερο συζητημένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, ένα πρόβλημα το οποίο δικαίως ωθεί ορισμένους να σκέφτονται πως, έπειτα από 3.000 (ή και περισσότερα) έτη ελληνικής ιστορίας, το έθνος μας βρίσκεται ίσως στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Η δεινή οικονομική κατάσταση μειώνει τον αριθμό των γάμων και, ακόμη περισσότερο, των γεννήσεων. Σε ένα τέτοιο κλίμα, δεν υπάρχει τρόπος να δοθούν οικονομικά κίνητρα με σκοπό να ενισχυθεί η τεκνοποιία· ούτε και μπορεί κανείς να επιβραδύνει τη μετανάστευση των νέων, οι οποίοι αντιδρούν έτσι στο ποσοστό της νεανικής ανεργίας, το οποίο αγγίζει πλέον το 64% όσον αφορά τα άτομα μεταξύ 17 και 25 ετών. Η ενθάρρυνση μελετημένης και χρήσιμης μετανάστευσης ταλαντούχων ανθρώπων στη χώρα μας θα μπορούσε να δώσει μια μερική λύση· δεν μπορούμε, εντούτοις, να τη σκεφτούμε καν ως ενδεχόμενο μέχρις ότου οι Έλληνες υιοθετήσουν μια σοβαρή και υπεύθυνη στάση απέναντι στην ανεπιθύμητη μετανάστευση. Και, προσωπικά, δεν βλέπω να συμβαίνει σύντομα κάτι τέτοιο, καθώς ακόμη και η πιο πολιτισμένη και ορθολογική προσπάθεια ανάλυσης αυτού του φλέγοντος ζητήματος –το οποίο πρόκειται σύντομα να γίνει ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ευρώπη– υπονομεύεται από επιχειρήματα κομματικού φανατισμού ή πολιτικής ορθότητας.
Οι λαοί της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής έχουν την τάση να φτάνουν εύκολα στα άκρα. Μιλώντας για τους συμπατριώτες του, ο Αριστοτέλης έλεγε πως όσοι αγαπούν με ακραίο τρόπο τείνουν και να μισούν με τον ίδιο τρόπο. Η ελληνική πολιτική, από τις ένδοξες μέρες της μέχρι τη δική μας, λιγότερο λαμπρή εποχή, βρίθει από παραδείγματα μεγάλων πολιτικών ανδρών που εκτοπίστηκαν, ακόμη και για τον λόγο ότι κάποιοι τούς θεωρούσαν υπερβολικά «δίκαιους». Σε πιο πρόσφατες εποχές, ο πρωθυπουργός που, με την άδεια των νικηφόρων συμμάχων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, φρόντισε να εισπλεύσει το θρυλικό θωρηκτό Αφέρωφ στην Κωνσταντινούπολη, με την Αγιά Σοφία στο βάθος του ορίζοντα, απέσπασε απλώς τον αναθεματισμό του από τον τότε Αρχιεπίσκοπο της Ελλάδας και την μαύρη ψήφο των ψηφοφόρων.
Στη σύγχρονη Ελλάδα εκδηλώνονται όλο και πιο συχνά ακραίες αντιδράσεις με μοναδικό στόχο το μικροπολιτικό όφελος. Ενίοτε, μάλιστα, οι συμπεριφορές αυτού του είδους φτάνουν στην άρνηση του κράτους δικαίου. Η σταδιακή περιθωριοποίηση/εξοστρακισμός του ακροδεξιού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, όσο απωθητικά και αν είναι τα τεχνάσματα και τις ιδεολογήματά της, αποτελεί ίσως χαρακτηριστικό παράδειγμα και για τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες. Το όλο ζήτημα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνει κανείς πως ορισμένοι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι η ίδια μεταχείριση θα έπρεπε να επεκταθεί και στην Αριστερά, μη εξαιρουμένου του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Η αθέμιτη αυτή δραστηριότητα απορρέει από την πεποίθηση ότι η Χρυσή Αυγή αφαιρεί ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία. Ας φυλακίσουμε λοιπόν όσα μέλη της μπορούμε –για ακαθόριστο χρονικό διάστημα– και η πολιτική αιμορραγία θα σταματήσει. Μέχρι τώρα, όμως, οι κινήσεις αυτές δεν έχουν φέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα: το εκλογικό σώμα δείχνει αποφασισμένο να τιμωρήσει σκληρά τον σημερινό συνασπισμό κέντρου/δεξιάς για την υποτακτικότητά του προς τη Γερμανία ή σε άλλα λόμπι· για τα άδικα μέτρα που πλήττουν τη μεσαία και την εργατική τάξη· για την πλήρη αδιαφορία προς τις κοινώς αποδεκτές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, τις οποίες η κυβέρνηση φανερά και αδίστακτα παραβιάζει επί καθημερινής πλέον βάσεως. Το δε μεταναστευτικό ζήτημα, παρότι σήμερα αποσιωπάται εσκεμμένα, εξακολουθεί να αποτελεί ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί και να κλονίσει εκ θεμελίων όχι μόνο τη χώρα μας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.
Ακόμη χειρότερο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτός ο προμελετημένος εξτρεμισμός οδηγεί σε μια πόλωση που μπορεί να καταστήσει ακόμη πιο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Προστιθέμενο μάλιστα στην πρωτόγνωρη οικονομική κακουχία, το γεγονός αυτό μπορεί να συμβάλει στην επιτάχυνση της στιγμής που η οικονομική κρίση θα μετατραπεί σε έκρηξη κοινωνικής οργής.
7. Η πολιτικοποίηση των διανοουμένων
Η Ελλάδα, αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει πολλά και διαφορετικά προβλήματα, καθένα από τα οποία θα μπορούσε να τη βυθίσει στην εσωτερική διαμάχη –ενδεχομένως, με τη βοήθεια της εισαγόμενης τρομοκρατίας, η οποία, προβλέπω, σύντομα θα αποκτήσει «αντιπροσωπείες» στην Ελλάδα– αλλά και στην πολιτική σύγκρουση με τους γείτονές της. Όλα αυτά δεν αποτελούν ευφάνταστα σενάρια. Διότι, ενώ οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνεχώς αποδυναμώνονται από τις αλλεπάλληλες οικονομικές περικοπές, ο εξ Ανατολών γείτονάς μας έχει και αυτός να αντιμετωπίσει πολλά δικά του προβλήματα. Κατά το παρελθόν, αυτές οι εσωτερικές κρίσεις οδήγησαν ορισμένους θερμοκέφαλους Τούρκους ηγέτες να «ξεσπάσουν» μέσω κάποιας παράτολμης κίνησης στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται, θα έλεγα, για διπλό κίνδυνο, τον οποίο –κακώς– υποτιμούν οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας, σε μια περίοδο που το δικό τους ανάστημα στην περιοχή έχει καταβαραθρωθεί.
Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι, επομένως, θα έπρεπε να ενθαρρύνουν τον σοβαρό προβληματισμό μας, και όχι τις φανατικές αντιδράσεις που βλέπουμε στις καθημερινές αποφάσεις της κυβέρνησης ή στις δηλώσεις ορισμένων υπουργών της, οι οποίοι, ενώ διαγκωνίζονται για να καταλάβουν τη θέση του σημερινού πρωθυπουργού, τολμούν να αψηφούν ακόμη και μια ομόφωνη απόφαση που ελήφθη πρόσφατα από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας όσον αφορά τις απαράδεκτα μειωμένες αμοιβές των μελών των Ενόπλων Δυνάμεών μας.
Από τον σύντομο αυτόν κατάλογο δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί η εμπρηστική και συχνά παραπλανητική στάση που υιοθετεί ο επονομαζόμενος «σοβαρός» ή κατεστημένος Τύπος. Και τούτο, διότι με τα άρθρα του σπεύδει να επικρίνει όλους όσοι προωθούν την εσωτερική συμφιλίωση μέσω μιας μορφής δράσης αντίθετης με τις συνήθεις συνωμοσίες, που άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να ανεβάσουν ή να διατηρήσουν στην εξουσία τους προστατευόμενους του Τύπου.Είναι όμως τόσο ελάχιστα υποσχόμενοι οι σημερινοί «ευνοούμενοι» των ΜΜΕ, ώστε δεν έχουν καταφέρει να γίνουν γνωστοί παρά με έναν αριθμό: «οι 58» – οι οποίοι, περιστασιακά, γεμίζουν μια κινηματογραφική αίθουσα και γίνονται 2.000. Επιθυμούν και αυτοί να σχηματίσουν ένα «νέο» κόμμα και να μας πείσουν ότι αποτελούν «νέα δύναμη», παρότι πολλοί από αυτούς είναι απλώς ανακυκλωμένα προϊόντα.
Η Ελλάδα στερείται ηγεσίας ικανής να σκέφτεται ανεξάρτητα και πρωτότυπα· ηγεσίας πραγματικά ανεπηρέαστης από τα συμφέροντα των ΜΜΕ και των μεγαλοεπιχειρηματιών· ηγεσίας αποκλειστικά αφοσιωμένης στην ιδέα της καταπράυνσης του πόνου που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες – πολίτες, πια, χωρίς αυταπάτες. Και είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί ένα τέτοιο πρόσωπο, εφόσον οι βουλευτές μας, που ανήκουν στην καιροσκοπική συμμαχία Δεξιάς και Κέντρου, αισθάνονται ανασφαλείς στις θέσεις τους και θα κάνουν το παν για να τις προστατεύσουν. Δεδομένου ότι οι εκλογές θα οδηγούσαν τους περισσότερους από αυτούς στον πολιτικό Άδη, θα συνεχίσουν να σκέφτονται με όρους κομματικού και προσωπικού οφέλους, όρους παλαιομοδίτικων πολιτικών δοσοληψιών, διότι αυτός είναι ο τρόπος σκέψης που τους κρατά στις θέσεις τους.
Πράγματι, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης που έχει διατηρήσει στην εξουσία μια «συγκυβέρνηση» που γίνεται συνεχώς πιο αντιδημοτική, για να μην πω αντιλαϊκή. Εάν όμως η κυβέρνηση εστιάζει μόνο στο πώς θα παραμείνει στην εξουσία και δείχνει πάντα πρόθυμη να κάνει ό,τι απαιτούν οι ξένοι «φίλοι» της, σε ποιο ακριβώς σημείο των κυβερνητικών δομών θα αναζητήσει ο απλός πολίτης στήριξη ή άμεση λύση στα προβλήματά του;
Ελλείψει πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσε μήπως ο Αρχηγός του Κράτους να αποτελέσει πραγματικό σύμβολο ενότητας και ενδιαφέροντος για τον συμπολίτη; Θα μπορούσε να ενσαρκώσει την υπερηφάνεια για το παρελθόν μας και την πίστη στο μέλλον μας; Θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παρηγορητική φωνή που θα έδινε ελπίδα στους επαίτες των δρόμων ή σε όσους σκέφτονται ακόμη και τη φρικτή λύση της αυτοχειρίας; Ναι, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε· και, επιπλέον, θα έπρεπε. Προς απογοήτευση όλων μας, όμως, κάνει πολύ λίγα από τα ανωτέρω. Είναι άραγε υπερβολικό να περιμένουμε κάτι τέτοιο από έναν θεσμό που έχει ηλικία μικρότερη των πενήντα χρόνων;
Από την απαρχή της σημερινής μορφής του θεσμού, ήτοι από την απομάκρυνση του τελευταίου Προέδρου της επαίσχυντης χούντας της περιόδου 1973-74, τη θέση του Προέδρου έχουν καταλάβει έξι άνδρες, στους οποίους περιλαμβάνονταν δύο δικαστικοί και δύο πολιτικοί, οι οποίοι, τίμιοι και αξιοπρεπείς μεν, δεν σφράγισαν με αποφασιστικό τρόπο την ελληνική πολιτική. Μόνον οι δύο εναπομείναντες ξεχωρίζουν και αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή: ο ένας, λόγω της εξαιρετικά μακρόχρονης υπηρεσίας του προς τη χώρα και της επιτυχούς (αν και σχετικά αυταρχικής) πολιτικής του –ο Κωνσταντίνος Καραμανλής– και ο άλλος, ένας πραγματικά ευρυμαθής άνθρωπος, ο οποίος είχε υπηρετήσει σε λιγότερο σημαντικές θέσεις στην κυβέρνηση του Καραμανλή – ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Εν ολίγοις, η Δημοκρατία δεν έχει γνωρίσει μέχρι τώρα τις υπηρεσίες ενός ανθρώπου που να έδρασε αποδεδειγμένα ως συμφιλιωτής στο εσωτερικό και ως δραστήριος παράγοντας στο εξωτερικό, ιδίως σε περιόδους σοβαρής πολιτικής έντασης.
Αυτή η απουσία ενός δυναμικού και, ωστόσο, σεμνού συμφιλιωτή έχει οδηγήσει πολλούς Έλληνες να κατηγορούν τον θεσμό μάλλον, παρά να αμφισβητούν τον τρόπο επιλογής των εκάστοτε υποψηφίων. Απαιτήθηκε μάλιστα –και δη όλο και πιο συχνά κατά τα τελευταία τέσσερα με πέντε χρόνια– να αλλάξουν οι συνταγματικοί κανόνες και, εφεξής, να δοθούν ουσιαστικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Χρησιμοποιώντας παλαιούς μοναρχικούς όρους, όσοι προωθούσαν τη συνταγματική αναθεώρηση ήθελαν έναν κυβερνήτη, και όχι ένανακομμάτιστο ανώτατο άρχοντα. Όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, προσωπικά διαφωνώ με την προτεινόμενη λύση.
Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχω διερωτηθεί κι εγώ σχετικά με την αποτελεσματική δράση της Προεδρίας κατά τις πρόσφατες στιγμές εσωτερικών πολιτικών διχασμών και σφοδρών εντάσεων. Αν αγνοούσαμε αυτούς τους ψιθύρους δυσαρέσκειας, θα αγνοούσαμε τις σοβούσες αμφιβολίες και θα ενθαρρύναμε την αναβίωση παλαιών συζητήσεων για τη μορφή του πολιτεύματός μας, ενισχύοντας έτσι τι φρούδες ελπίδες των φαντασμάτων του παρελθόντος. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν ιδιαίτερα ατυχής μια τέτοια εξέλιξη, καθώς θα πρόσθετε ένα ακόμη βάρος στην ήδη μακρά σειρά προβλημάτων που πρέπει να λύσουμε.
Είναι εφικτή η αναγέννηση;
1. Κάθαρση: έννοια δυσνόητη, ηθικά, πολιτικά και φιλοσοφικά φορτισμένη
Η ανωτέρω σύνοψη προβλημάτων ένα μόνο πράγμα υποδηλώνει: ο δρόμος προς την ανάκαμψη δεν θα είναι εύκολος. Εάν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς και να εξετάσουμε σε μακροπρόθεσμη βάση τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας μας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο σοβαρής αποδυνάμωσης του Ελληνισμού. Για να μπορέσει όμως μια κυβέρνηση να αποτρέψει αυτή την κατάληξη, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη του ελληνικού λαού, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος επιδερμίδας, θρησκείας, κοινωνικού υποβάθρου και πολιτικών πεποιθήσεων, έτσι ώστε να δημιουργήσει προπάντων ένα λειτουργικό και δίκαιο κράτος.
Με άλλα λόγια, απαιτείται η άμεση εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του λαού, η οποία θα έλθει μόνον όταν ο λαός πειστεί ότι, σε αυτή την ύστατη μάχη, όλοι είναι απαραίτητοι· ότι κανείς δεν περισσεύει· ότι η αξιοκρατία, ο ανθρωπισμός και η μετριοπάθεια θα αποτελέσουν τα θεμέλια όλων των σημαντικών αποφάσεων που θα χρειαστεί να λάβει η επόμενη κυβέρνηση – μια κυβέρνηση, ενδεχομένως, μεταβατική και μη κομματική. Διότι, πράγματι, μόνο μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να λάβει το είδος των αποφάσεων οι οποίες απαιτούνται – αποφάσεις τις οποίες οι επαγγελματίες πολιτικοί μας δεν τολμούν καν να διανοηθούν.
Για να λειτουργήσει αυτή η αλλαγή, θα χρειαστεί κάθαρση. Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη ή να επιβληθεί τιμωρία σε όσους καταχράστηκαν την κρατική περιουσία ή απεμπόλησαν τα συμφέροντα του κράτους.
Ομολογώ ότι, προσωπικά, με απωθεί αυτό το είδος «κατασταλτικής» συμπεριφοράς, η οποία μπορεί εύκολα να φτάσει στα άκρα ή να εκφυλιστεί σε εκδίκηση. Προτιμώ, αντιθέτως, τη συγχώρεση, και μάλιστα όχι για θρησκευτικούς λόγους ή για φιλοσοφικούς λόγους στωικής εμπνεύσεως, αλλά επειδή πιστεύω ότι είναι πάντα προτιμότερη η «προληπτική» δράση, η οποία ενθαρρύνεται μέσω της παιδείας, μέσω του καλού παραδείγματος και –μόνον ως λύση ανάγκης– μέσω των νομικών κανόνων.
Ωστόσο, όταν δρα κανείς ως πολιτικός ή γράφει για την πολιτική, οφείλει να δρα και να σκέφτεται όντως ως πολιτικός – ήτοι με γνώμονα τον πραγματισμό, αφού πρώτα έχει εξετάσει διεξοδικά την κατάσταση που αντιμετωπίζει στην πραγματική ζωή. Εν ολίγοις, συχνά, η πολιτική δράση δεν συνίσταται σε αυτό που θα θέλαμε αλλά σε αυτό που πρέπει να κάνουμε· και, όπως είπα προηγουμένως, η κοινή και (αναμφίβολα) ορθή άποψη είναι ότι πολλοί πολιτικοί μας έχουν όντως καταχραστεί τα αξιώματα και τις θέσεις που τους εμπιστεύθηκε το κράτος.[1]Συνεπώς, η κάθαρση είναι και επιθυμητή και αναγκαία προκειμένου να αναδομήσουμε την ηθικά κλονισμένη κοινωνία μας.
Είναι αναγκαία όμως, και πάλι, μια προειδοποίηση: τιμωρία, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν σημαίνει (και δεν θα έπρεπε να σημαίνει) μια ατέρμονη σειρά από δίκες, όπου ο μισός πληθυσμός θα κατηγορεί τον άλλον μισό. Επιπλέον, δεν μιλώ για «δίκες» από τα ΜΜΕ ή για άλλους τρόπους «τιμωρητικής» διάδοσης φημών, αλλά για πραγματικές δίκες σε δικαστήρια, δίκες απολύτως σύμφωνες με το κράτος δικαίου, όπως ακριβώς γίνονται αντιληπτές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: δίκες οι οποίες δεν θα περιορίζονται από νομοθετήματα που λειτουργούν σαν προστατευτικές ασπίδες γύρω από υπουργούς· δίκες οι οποίες δεν θα εμποδίζονται από τα επιβραδυντικά τεχνάσματα που επινοούν και χρησιμοποιούν αδρά αμειβόμενοι νομικοί, αδιαφορώντας για κάθε έννοια δικαίου.
Θα πρέπει λοιπόν οι ανώτεροι εισαγγελείς μας να σκεφτούν σοβαρά πλέον το ενδεχόμενο μιας τέτοιας δίκαιης δίκης για όλους τους «απατεώνες» είτε του πολιτικού είτε οποιουδήποτε άλλου χώρου: πράγματι, το «δίχτυ» της μομφής μου δεν περιορίζεται μόνο στους πολιτικούς, αλλά επεκτείνεται και σε ανώτερα στελέχη των κατεστημένων ΜΜΕ, του οικονομικού και του τραπεζικού τομέα, όπως και σε υψηλά ιστάμενους δημοσίους υπαλλήλους.
Η επόμενη κυβέρνηση λοιπόν –μια κυβέρνηση, θέλω με κάθε ειλικρίνεια να πιστεύω, πραγματικά μεταρρυθμιστική– θα πρέπει να προσφέρει στους εισαγγελείς κάθε πιθανό μέσο που θα τους χρειαστεί για να κάνουν τη δουλειά τους σωστά και γρήγορα. Διότι βραδεία δικαιοσύνη σημαίνει άρνηση απόδοσης δικαιοσύνης.Αυτοί οι δημόσιοι λειτουργοί πρέπει, επιπλέον, να τύχουν πλήρους προστασίας από κάθε είδους επιβλαβή επιρροή, προερχόμενη, μεταξύ άλλων, από τα πολιτικά και πλουτοκρατικά κατεστημένα. Εφόσον επιτελεστεί δεόντως το συγκεκριμένο καθήκον, ο ελληνικός λαός θα έπαιρνε το σωτήριο μήνυμα ότι το έγκλημα δεν μένει χωρίς τιμωρία.
Εντούτοις, όσον αφορά τη φάση που θα ακολουθήσει την κάθαρση, όλοι θα πρέπει να σκεφτούμε από τώρα και σοβαρά το ενδεχόμενο μιας ευρύτατης αμνηστίας. Διότι όπως είναι απαραίτητο να επιβληθεί δικαιοσύνη, είναι εξίσου επιτακτικό να ξεκινήσει αμέσως μετά τις δίκες η διαδικασία της θεραπείας των κοινωνικών διχασμών, υπό την αιγίδα ενός πραγματικά εξωκομματικού Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα πρέπει, πραγματικά, να γυρίσουμε σελίδα στην ιστορία μας: ο Έλληνας θα πρέπει να αρχίσει να συνεργάζεται με τον Έλληνα, και όχι να προσπαθεί να τον εξαπατήσει, να τον εκβιάσει, να τον εκμεταλλευθεί ή ακόμη και να θέλει να τον σκοτώσει. Πρόκειται, φυσικά, για δύσκολο έργο. Αυτό όμως που χρειάζονται και επιθυμούν οι Έλληνες είναι η ‘πραγματική αλλαγή’, και όχι οι απλές ανακατατάξεις στο σάπιο κατεστημένο, όπως αυτές που διαβάζουμε στον ημερήσιο –κακώς θεωρούμενο «σοβαρό»– Τύπο.
Το πρώτο αυτό βήμα θα είναι, όπως υπαινίχθηκα, οδυνηρό. Μόνον άμεμπτοι πολίτες, προικισμένοι με ηθική (έννοια, θα έλεγε κανείς, σχεδόν απαρχαιωμένη σήμερα) και γνήσια αίσθηση του καθήκοντος θα έπρεπε να αναλάβουν καθήκοντα σε μια τέτοια κυβέρνηση. Διότι ακριβώς στην ακεραιότητά τους θα στηριχθεί η λαϊκή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων, είτε αυτές είναι καταδικαστικές είτε είναι αθωωτικές. Θα πρέπει λοιπόν να επικρατήσει δίκαιη μεταχείριση για όλους, απ’ αρχής μέχρι τέλους της δικαστικής διαδικασίας. Και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να σχεδιαστεί εύκολα· θα είναι δε ακόμη πιο δύσκολο να ολοκληρωθεί επιτυχώς. Θα είναι εντούτοις απείρως καλύτερο από τη σημερινή φαρσοκωμωδία των ατέρμονων δικαστικών ερευνών, αλλά και των συνεχών –παρασκηνιακών– προσπαθειών της μίας ένοχης πλευράς να παζαρεύει τη νομική της ασυλία σε αντάλλαγμα ανάλογης ευμενούς μεταχειρίσεως της άλλης πλευράς.
Αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά, τα συλλογικά δεινά θα συνεχιστούν, όπως θα συνεχιστεί και η δυσπιστία προς τους επικεφαλής της επόμενης κυβέρνησης.
2. Συλλογικότητα και ατομικότητα
Δεν προσφέρεται το παρόν πλαίσιο για γενικές θεωρητικοποιήσεις. Και ούτε, επίσης, όσοι προσπαθούν να βρουν πρακτικές λύσεις στα προβλήματα της Ελλάδας έχουν πλέον αρκετό χρόνο για συνεχείς συζητήσεις γύρω από θεωρητικά ζητήματα ή γύρω από το επίμαχο θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Πρόκειται, οπωσδήποτε, για πολύ σημαντικά ζητήματα – τα οποία, όμως, αυτήν τη στιγμή, μπορούν να περιμένουν τις θεωρητικές συζητήσεις. Γεγονός παραμένει όμως ότι τα θεραπευτικά μέτρα που οφείλει να λάβει η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να στηρίζονται σε μια γενική αρχή ή θεωρία οικονομικής διακυβέρνησης.
Κατά την άποψή μου, η απάντηση πρέπει να περιστρέφεται γύρω από την ισορροπία και την αρμονία ανάμεσα σε ανταγωνιστικές αξίες στο πλαίσιο της κοινωνίας.
Σε οικονομικό επίπεδο, τούτο σημαίνει ότι πρέπει να επιτύχουμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις δυνάμεις της αγοράς (η οποία μπορεί να οδηγήσει ασφαλέστερα σε μια ουσιαστική και βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη) και στον σωστό βαθμό κυβερνητικού ελέγχου (προκειμένου να αποφεύγονται ή να τιμωρούνται οι καταχρήσεις ως προς τη λειτουργία της αγοράς). Το διαχωριστικό όριο δεν θα είναι ευπροσδιόριστο· αλλά η ουσιαστική, κατευθυντήρια αρχή πρέπει να είναι πάντοτε ξεκάθαρη και να βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και στον έλεγχο των πιθανών καταχρήσεων.
Τρία κρίσιμα επακόλουθα απορρέουν από την πρωταρχική αυτή απόφαση.
Το πρώτο είναι ότι πρέπει να δοθεί η μέγιστη σημασία στην αποκατάσταση κάθε αδικίας που έχουν υποστεί οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι. Στο ίδιο πλαίσιο, η κυβέρνηση οφείλει επίσης να αποκαταστήσει τις οικονομικές περικοπές που έχουν πλήξει συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας (όπως, μεταξύ άλλων, τις Ένοπλες Δυνάμεις) καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτει η βασική αρχή της αναλογικότητας ως προς την κυβερνητική δράση.
Το δεύτερο επακόλουθο σχετίζεται με το εξίσου ευαίσθητο ζήτημα των πολιτών τους οποίους, κατά τρόπο γενικό, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «υπερπρονομιούχους». Σε αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που εργάζονται για λογαριασμό ΜΚΟ και αμείβονται, κατά μέσον όρο, πολύ καλύτερα από τον μέσο δημόσιο υπάλληλο, αλλά και οι πολίτες που ηγούνται συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για να το πω απλά, θα πρέπει να διερωτηθούμε μήπως τα «κομματικά» goldenboys, μη εξαιρουμένων των πολυάριθμων κομματικά/κυβερνητικά διορισμένων «ειδικών συμβούλων» και των «αρχισυνδικαλιστών», έχουν τύχει υπέρμετρα γενναιόδωρης μεταχείρισης σε σύγκριση με όσους έχουν κυριολεκτικά υποφέρει λόγω των άδικων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις.
Το τρίτο ζήτημα που θεωρώ αξιοσημείωτο είναι ότι δεν ανήκουν όλα τα άτομα που παράγουν πλούτο στα καταχρηστικά ή ανήθικα κατεστημένα, αν και ισχύει σαφώς το αντίστροφο, δηλαδή ότι αυτά τα κατεστημένα ανήκουν αναμφίβολα στο πλουσιότερο τμήμα της κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει ότι τα φορολογικά και ενθαρρυντικά κίνητρα που πρότεινα κατά την πρόσφατη ομιλία μου στον Ροταριανό Όμιλο, καθώς και στη διευρυμένη εκδοχή αυτής της ομιλίας, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία της Κυριακής στα μέσα Δεκεμβρίου 2013,πρέπει πράγματι να προσφερθούν σε όλους όσοι παράγουν πλούτο και δημιουργούν θέσεις εργασίας, ιδίως δε σε γεωγραφικές περιοχές τις οποίες το κράτος θέλει να αναπτύξει και να προστατεύσει. Μία τέτοια περιοχή (χωρίς να είναι η μοναδική) που θεωρώ ότι αξίζει ιδιαίτερη προσοχή είναι η Θράκη, και ειδικά οι μειονότητες των Πομάκων και των Ρομά, που έχουν αδικηθεί κυρίως από άλλους… μουσουλμάνους –και όχι χριστιανούς–, οι οποίοι θέλουν να εξαλείψουν την εθνοτική ιδιαιτερότητα των δύο αυτών μειονοτήτων και να τους αφομοιώσουν όλους ως τουρκογενείς πράγμα που οι ίδιοι σθεναρά αρνούνται.
Εν ολίγοις, το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης πρέπει να στηρίξει τόσο τον δεινοπαθούντα όσο και τον πραγματικά παραγωγικό πολίτη. Οι αντιπαλότητες και οι εχθρότητες μεταξύ των δύο ομάδων θα πρέπει σταδιακά να γίνουν κατανοητές και, ει δυνατόν, να εξαλειφθούν πλήρως – πρόταση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ειλικρινή επιθυμία μου να υπάρξει αρμονία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
3. Πίστη στον εαυτό μας, ανεξαρτησία στις σκέψεις μας
Πρόκειται για κρίσιμες έννοιες τόσο αναφορικά με τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για την αναδόμηση των οικονομικών μας σχέσεων μαζί τους, όσο και αναφορικά με τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μας, η οποία, όπως επανειλημμένως τονίζω στα βιβλία μου, έχει παραμείνει αμετάβλητη παρά το γεγονός ότι το παγκόσμιο περιβάλλον έχει αλλάξει άρδην μετά την ψυχροπολεμική περίοδο. Αυτή η άμεση σύνδεση οικονομικών και γεωπολιτικών σχέσεων τονίστηκε ιδιαίτερα στο πρόσφατο βιβλίο μου Η Ελλάδα στον κατήφορο, αλλά οφείλω να την επαναλάβω και εδώ, για δύο λόγους.
Κατά πρώτο λόγο, όλοι όσοι πρεσβεύουμε ιδέες όπως οι ανωτέρω διόλου δεν σκεφτόμαστε ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εισβάλει στις ξένες καγκελαρίες σαν «ταύρος εν υαλοπωλείω»· θεωρούμε ωστόσο ότι η κυβέρνηση πρέπει να προσέρχεται στις συζητήσεις με πνεύμα σκληρής διαπραγμάτευσης, μια και, όπως είπα προηγουμένως, καμία από τις πρόσφατες κυβερνήσεις δεν επιχείρησε καν να διαπραγματευθεί ακόμη και ως προς τα πιο βασικά θέματα, ασχέτως αν, προεκλογικά, το είχαν υποσχεθεί ρητώς όπως είχε κάνει ο κ. Σαμαράς την άνοιξη του 2012.
Σαφώς, λοιπόν, και δεν είναι ταυτόσημη η νοοτροπία που πρεσβεύω με την υποτακτική προσέγγιση Παπανδρέου, Παπαδήμου, Βενιζέλου, Παπακωνσταντίνου ή Στουρνάρα. Εξίσου, όμως, δεν θα έπρεπε κανείς να ξεκινά συζητήσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους του έχοντας κρυμμένη μια χειροβομβίδα στην τσέπη. Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί καλύτερα εάν, κατά τη διεξαγωγή των συνομιλιών, διαθέτει –και οι συνομιλητές του γνωρίζουν ότι διαθέτει– εναλλακτικές λύσεις. Αρκεί εμείς, ως κράτος, να είμαστε διατεθειμένοι να τις χρησιμοποιήσουμε.
Αυτό λοιπόν είναι το δεύτερο σχετικό ζήτημα που εγείρω. Διότι, και εδώ, θα βοηθούσε πάρα πολύ εάν είχαμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική: μια πολιτική που θα αποδεικνυόταν λειτουργική και αποτελεσματική εφόσον οι Έλληνες διαπραγματευτές συνειδητοποιούσαν –κατά πρώτο και κύριο λόγο– ότι καλούνται, στην άσκηση των καθηκόντων των, να διαμορφώσουν και να προωθήσουν μια ελληνική εξωτερική πολιτική, και όχι να εξυπηρετήσουν αμερικανικά, γερμανικά, ή άλλα συμφέροντα.
Τούτο μπορεί μόνο να συμβεί εάν δείξει κανείς πρόθυμος να συνομιλήσει με όλους τους διεθνείς πρωταγωνιστές και να ξεκινήσει επιχειρηματικές συναλλαγές με όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς, γνωρίζοντας ότι, αν ζητάς μια χάρη από ένα κράτος, πρέπει και εσύ να είσαι διατεθειμένος να κάνεις το ίδιο στους τομείς που ενδιαφέρουν αυτό το κράτος. Όλες οι παρατάξεις, συνεπώς, οφείλουν να καταλάβουν ότι μια τέτοια, νέα κυβέρνηση οφείλει να εννοεί όσα λέει, καθώς και ότι ο διχασμένος και ταλαιπωρημένος ελληνικός λαός του χθες θα είναι πλέον ενωμένος για να στηρίξει τη νέα κυβέρνηση, για την οποία θα αισθάνεται ότι είναι η δική του κυβέρνηση.
Για ποιον λόγο συνεχίζω να τα τονίζω όλα αυτά; Απλούστατα, επειδή δεν φοβάμαι να δώσω μια συνοπτική και ειλικρινή εικόνα της παγκόσμιας γεωπολιτικής κατάστασης και να πω ανοιχτά όλα όσα βλέπω. Και τα όσα βλέπω μού δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι διεθνείς εντάσεις θα επιδεινωθούν από το 2014 και μετά. Με την Απουσία μιας παγκόσμιας ηγεμονίας, θα εξακολουθήσει να υπάρχει παγκόσμια αταξία. Ο κόσμος μας είναι ανασφαλής και, κυρίως, επισφαλής. Θα έλεγε κανείς πως όλοι σχεδόν διαφωνούν ή βρίσκονται σε ένταση με κάποιον: η Κίνα με την Ιαπωνία, η Δύση με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ρωσία με τις ΗΠΑ –σήμερα, ιδίως ως προς το ζήτημα της Ουκρανίας–, η Κίνα με τις περισσότερες ασιατικές χώρες, η Μέση Ανατολή με τον ίδιο της τον εαυτό –ιδιαίτερα οι Σιίτες με τους Σουνίτες–, οι ΗΠΑ ακόμη και με τη Σαουδική Αραβία, μία από τις στενότερες συμμάχους της (με τον πρίγκιπα Τουρκί-αλ-Φεϊζάλ, ηγετική φυσιογνωμία στη Σαουδική Αραβία, να δηλώνει στο Νταβός ότι «αυτό που συμβαίνει σήμερα με την Αμερική αποτελεί μάθημα για το τι δεν πρέπει να κάνει κανείς από εμάς»). Και όλα αυτά, ενώ οι Ισραηλινοί, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, υποχρεώνονται να αναθεωρήσουν την εξωτερική πολιτική τους, και μάλιστα να τη δουν ακόμη και να αποδυναμώνεται σε περίπτωση που ευοδωθούν οι ιρανοαμερικανικές συμφωνίες.
Από μία άποψη, οι ανωτέρω εντάσεις αποτελούν απλώς μία λίστα – η οποία όμως πρέπει να εξηγηθεί ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης πως, παρότι δεν εννοώ ότι επίκειται πόλεμος, εννοώ εντούτοις ότι θα προκύψουν πολλές ευκαιρίες για «τυχαίες κινήσεις» ανά τον κόσμο, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε ένοπλη σύρραξη. Στην ίδια λίστα, όμως, περιλαμβάνεται και ένα άκρως προβληματικό σημείο, ως προς το οποίο δεν θα δίσταζα διόλου να προβλέψω ότι θα μπορούσε, εμμέσως, να έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα μας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Και εννοώ την Ουκρανία.
Συγκαταλέγομαι στους γεωπολιτικούς αναλυτές εκείνους που πιστεύουν ότι τα προβλήματα στην εν λόγω περιοχή (και εδώ περιλαμβάνω τις συνεχιζόμενες προσπάθειες να τραβήξουν προς την παραπαίουσα Ευρωπαϊκή Ένωση την Μολδόβα και Γεωργία) υποδαυλίζονται κυρίως από τους Αμερικανούς και Γερμανούς (ενεργώντας μέσω των ΜΚΟ τους), εν πολλοίς διότι θα ήθελαν να δουν τον κ. Πούτιν να ταπεινώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Θεωρώ λοιπόν ότι η Γερμανία και οι ΗΠΑ –προς το παρόν– έχουν θέσει κατά μέρος τις όποιες (σύγχρονες) διαφορές τους, προκειμένου να κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την ζωή της Ρωσίας και ταυτοχρόνως να επεκτείνουν τον οικονομικό-εμπορικό χώρο επιρροής τους στην Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο.
Οι ανωτέρω εξελίξεις έχουν, από μόνες τους ενδιαφέρον. Αλλά οι συνέπειες αυτής της συγκρουσιακής νοοτροπίας θα αγγίξουν – δυσμενώς - και την χώρα μας μια και οι Δυτικές αυτές δυνάμεις εποφθαλμιούν τον θαλάσσιο πλούτο της περιοχής μας. Εάν –και παραδέχομαι ότι πρόκειται για πρόβλεψη, η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί λανθασμένη– έχω δίκιο σ’ αυτή την σκέψη, η πολιτική αυτή θα είναι άκρως επικίνδυνη και για τους Δυτικούς γενικά αλλά και για εμάς ειδικότερα.
Το λέγω αυτό γιατί αν οι Δυτικοί συνεχίσουν να χρησιμοποιούν αυτήν την παρακινδινευμένη τακτική, η Ρωσία θα μπορούσε κάλλιστα να προσαρτήσει, με τοπική συναίνεση, το εθνοτικά ρωσικό ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας, όπως άλλωστε έκανε και με την Οσσετία στην Γεωργία. Ταυτοχρόνως, αποσύροντας τις πρόσφατες οικονομικές και ενεργειακές παραχωρήσεις της προς την Ουκρανία, θα μετέφερε στην οικονομικά «στριμωγμένη» Ευρώπη ένα ακόμη τεράστιο κόστος, αυτό δηλαδή που απαιτείται για να διατηρήσει εν ζωή την οικονομικά εξαθλιωμένη και ενεργειακά διψασμένη Ουκρανία.
Οι κίνδυνοι για την χώρα μας όμως θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο καταστρεπτικοί. Γιατί, σε αυτό το συγκρουσιακό πλαίσιο, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η Αμερική και η Ευρώπη να πιέσουν την Ελλάδα και την Κύπρο σε απαράδεκτες παραχωρήσεις. Ήδη, υπό Αμερικανική πίεση, άρχισε να διαφαίνεται η υποταγή των κκ. Σαμάρα, Βενιζέλου και Αναστασιάδη στις παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας σ΄αυτό το όλως ευαίσθητο θέμα. Εν προκειμένω, όμως, οι ανησυχίες μου δεν αφορούν μόνο το Κυπριακό, που άνευ θαύματος το θεωρώ πλέον ως χαμένη υπόθεση· ανησυχώ, επίσης, και στου είδους την επίλυση του Σκοπιανού που θα μας επιβληθεί και, πιθανότατα, θα ακολουθηθεί στο θέμα της ελληνικής ΑΟΖ.
Τα ανωτέρω, λοιπόν, αποτελούν άκρως δυσμενή και επικίνδυνη προοπτική για όσους αγαπούν βαθιά την Ελλάδα και δεν είναι ευτυχείς με την ιδέα ότι τόσο ευαίσθητα θέματα βρίσκονται αυτή την στιγμή στα χέρια πολιτικών που δίδουν την εντύπωση ότι είναι διατεθειμένοι να προβαίνουν σε κάθε δυνατή παραχώρηση μόνον και μόνο για να μείνουν στην εξουσία και διαφεύγουν – προς το παρόν – την δικαιολογημένη τιμωριτική μνήμη των λαών των.
Παρότι οι διχασμοί έχουν ζημιώσει πάρα πολύ την Ελλάδα κατά το παρελθόν, όλες οι πρόσφατες κυβερνήσεις –ιδίως η σημερινή– έχουν προσπαθήσει να επιβάλουν νέους διχασμούς στη χώρα μας. Οι πρόσφατοι αυτοί διχασμοί, όμως, δεν έχουν ακολουθήσει το «μοντέλο» του παρελθόντος, το οποίο στηριζόταν στην ιδέα ότι ο Χ λαμβάνει τεράστιες αμοιβές γιατί είναι «ημέτερος», ενώ ο Ψ λαμβάνει εμφανώς λιγότερες γιατί ανήκει στην άλλη πλευρά.
Ο πρόσφατος τρόπος διαίρεσης των αγαθών έχει σταθεί εξαιρετικά μονόπλευρος· και αυτή η μεροληψία έχει γίνει σαφής στις προσλήψεις, στις προαγωγές και στην απόδοση προνομίων από όλες τις κυβερνήσεις της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, παρά τις διαμαρτυρίες τους περί του αντιθέτου. Η ευθύνη για τα σημερινά δεινά μας είναι βαθιά και πηγαίνει πολύ πίσω: τουλάχιστον μέχρι την περίοδο Σημίτη. Και το γεγονός αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε σήμερα, σε μια εποχή που τα οικονομικά σκάνδαλα της εν λόγω περιόδου επανέρχονται άκρως επώδυνα στο προσκήνιο όσο και αν αυτό δυσαρεστεί – φαντάζεται κανείς - τον πρώην πρωθυπουργό ο οποίος φέρεται να επιθυμεί διακαώς να επανέλθει στα πολιτικά πράγματα.
Όπως προανέφερα, ολέθρια επακόλουθα θα προκύψουν και από τις πολιτικές διώξεις ψηφοφόρων με διαφορετικές ή ακραίες πολιτικές ιδέες. Η απαρέσκεια για αυτές τις ιδέες είναι, ασφαλώς, θεμιτή· θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι αυτή οφείλει να είναι και η ενδεδειγμένη στάση κάθε πολιτισμένου ανθρώπου απέναντι σε αντιδημοκρατικές και αντί ουμανιστικές ιδέες απ΄ όπου και αν προέρχονται. Εάν όμως διαφωνεί κανείς με τις ιδέες του οποιουδήποτε πολιτικού αντιπάλου, οφείλει να αντιταχθεί στην όποια ιδέα του με μιαν αντίθετη ιδέα ή να επικαλεστεί το κοινό ποινικό δίκαιο αν υπάρχει ποινικά κολάσιμη πράξη, αλλά όχι να φυλακίζει τον αντίπαλό του χωρίς να δημοσιοποιεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία. Η ενέργεια αυτή είναι ανήθικη, παράνομη και, κατά τρόπο ακόμη πιο επικίνδυνο, πολιτικά αντιπαραγωγική.
5. Επαναπατρισμός ταλέντων και ενθάρρυνση χρήσιμης μετανάστευσης
Το πρώτο μέρος του τίτλου προϋποθέτει ότι η υφιστάμενη κατάσταση θα βελτιωθεί εάν η οικονομική έμφαση μετατοπιστεί από τον δανεισμό στις επενδύσεις, από τη λήψη βοήθειας (aid) στο εμπόριο (trade). Και θα έλθουν όντως επενδύσεις, όπως έχω επισημάνει και σε άλλα κείμενά μου, εφόσον όμως δοθούν στους επενδυτές: (α) ελκυστικοί φορολογικοί συντελεστές· (β) διαβεβαιώσεις ότι το φορολογικό καθεστώς δεν θα συνεχίζει να μεταβάλλεται συνεχώς αλλά, αντιθέτως, θα παραμείνει σταθερό επί μία περίοδο 5 ή, ακόμη καλύτερα, 10 χρόνων· (γ) απτές αποδείξεις από την κυβέρνηση ότι θα καταπολεμήσει με ανυποχώρητη αποφασιστικότητα τη γραφειοκρατία του δημοσίου σε όλες της τις μορφές.
Το δεύτερο μέρος της ιδέας του τίτλου στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει ανταγωνιστική μόνον εάν επικεντρώσει ένα μέρος (όχι το σύνολο) των προσπαθειών της στη μετατροπή της από γεωργική και τουριστική χώρα σε οικονομία υψηλής τεχνολογίας. Καλή η ναυτιλία, καλός και ο τουρισμός, αλλά χωρίς τεχνολογία ποτέ δεν πρόκειται να έλθει πραγματική ανάπτυξη.
Στο Καίμπριτζ, στο Κολέγιο όπου εδίδασκα παλαιότερα, είδα και θαύμασα το TrinitySciencePark να αναπτύσσεται εντυπωσιακά, σχεδόν από το μηδέν. Με ανάλογο θαυμασμό, μελέτησα ανάλογες προσπάθειες που έγιναν στη Σίλικον Βάλεϊ και, αργότερα, στο Ώστεν του Τέξας, όπου η άφιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών Dell είχε ως άμεσο επακόλουθο την άφιξη και δεκάδων άλλων, μικρότερων, εταιρειών ηλεκτρονικών ειδών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια: συρροή ταλαντούχων νεαρών επιστημόνων· αξιοσημείωτοι και αμοιβαία επωφελείς σύνδεσμοι των εταιρειών με το Πανεπιστήμιο· έκδηλη αύξηση του πλούτου προς όφελος όλης της πόλης.
Αυτά τα προγράμματα ανάπτυξης οικονομιών υψηλής τεχνολογίας προϋποθέτουν, πράγματι, συρροή νεαρών επιστημόνων με διανοητική επαναστατικότητα και ανεξάρτητο τρόπο σκέψης, επιστημόνων που, όπως έχω ξαναπεί, συχνά εντοπίζει κανείς σε χώρες τις οποίες εμείς, λόγω ευρωκεντρισμού, δεν λαμβάνουμε πάντοτε όσο σοβαρά τους αξίζει. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των μελών αυτών των ομάδων εφευρετών και επιχειρηματιών έχω συναντήσει πολλούς Παλαιστινίους και Ινδούς. Προσωπικά, λοιπόν, ποτέ δεν θα επέτρεπα σε αυστηρούς μεταναστευτικούς νόμους να αποτελέσουν εμπόδιο προς τη συνεργασία ανθρώπων τόσο ταλαντούχων και σημαντικών με τους εγχώριους ομολόγους τους με σκοπό τη διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης στη χώρα μας, η οποία έχει συνηθίσει να πιστεύει ότι το οικονομικό της μέλλον βρίσκεται μόνο στα ξενοδοχεία και στα τεράστια δεξαμενόπλοια του ενός ή του άλλου είδους.
Θα προτείνω λοιπόν εδώ για πρώτη φορά την ιδέα της δημιουργίας ενός ειδικού τμήματος ή και Υφυπουργείου στο ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει τέτοια κέντρα και εμπλουτίσει με αυτόν τον τρόπο τα εκπαιδευτικά μας ταλέντα, με σκοπό να δημιουργήσει, τελικά, και νέα εισοδήματα και νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, ας σκεφτούμε και αυτή την ιδέα: γιατί να μην εκμεταλλευθούμε για τον ίδιο σκοπό ένα μέρος της έκτασης του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό, η οποία ουδέποτε αναπτύχθηκε και μοιάζει να περιμένει παντοτινά τον πλούσιο Μεσό-Ανατολίτη αγοραστή που θα τη μετατρέψει σε ένα ακόμη … ξενοδοχειακό μεγαθήριο – πληρώνοντας, βεβαίως, και τις ανάλογες «μίζες»;
6. Ο συγγραφέας ως προφήτης
O τίτλος αυτής της υποενότητας θα μπορούσε να οδηγήσει τη σκέψη του (εμβριθούς) αναγνώστη στη Ρωσία: όχι στη Ρωσία ως μείζονα γεωπολιτικό παίκτη στην ευρύτερη περιοχή μας, αλλά στη Ρωσία του 19ου αιώνα, η οποία ανέδειξε –όπως οφείλουν να παραδεχθούν ακόμη και οι πιο σφοδροί πολέμιοί της– μια γενιά λογοτεχνών μοναδικής σημασίας. Δεν πρόκειται, φυσικά, να αναφερθώ εδώ στις ιδέες που βρίσκουμε στα έργα μεγαλοφυών Ρώσων συγγραφέων, όπως ο Πούσκιν, ο Λέρμοντοφ, ο Τουργκένιεφ, ο Ντοστογέφσκι, ο Τολστόι, ή ακόμη και στα κείμενα λιγότερο γνωστών αλλά εξαιρετικά σημαντικών κριτικών όπως ο Μπελίνσκι ή ο Ντομπρολιούμποφ.
Θα αναφερθώ, εντούτοις, σε ένα μοναδικό φαινόμενο που αναδείχθηκε μέσα από τη διχασμένη και καταπιεστική ρωσική κοινωνία του 19ου αιώνα: την εικόνα του συγγραφέα ως προφήτη. Οι νόμοι περί λογοκρισίας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου, μια και οι συγγραφείς της περιόδου, με την βοήθεια συχνά των κριτικών, αναγκάστηκαν να βρουν ιδιοφυείς τρόπους προκειμένου να παρακάμψουν αυτούς τους νόμους και, έτσι, να κυκλοφορήσουν ιδέες που αρχικά μεν εξέφραζαν την αναποφασιστικότητα που διέκρινε τη ρωσική κοινωνία κατά τον 19ο αιώνα, αλλά, στη συνέχεια, κυρίως μέσα από τα έργα του Γκόργκι, άρχισαν να δίνουν στην Επανάσταση τη νέα της, χαρακτηριστική λογοτεχνία. Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, δημιούργησαν την εικόνα του αξιοσέβαστου συγγραφέα ως προφήτη, ο οποίος μπορούσε να δώσει τα αναγκαία ερεθίσματα στο ρωσικό πνεύμα ακόμη και κατά τη διάρκεια των ημερών της πιο αμείλικτης λογοκρισίας.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η συγγραφή και, γενικότερα, η διανόηση αποτελούν στην Ελλάδα μάλλον υποτιμημένες ενασχολήσεις. Επιπλέον, οι τάσεις κατάφωρης εκμετάλλευσης που διακρίνουν ορισμένους εκδοτικούς οίκους, σε συνδυασμό με ένα φορολογικό καθεστώς που δεν ενθαρρύνει τη λογοτεχνική ή καλλιτεχνική παραγωγή, συμβάλλουν ίσως στη διαιώνιση μιας κατάστασης όπου η συγγραφή περιορίζεται ή και καταπνίγεται ως ενασχόληση. Στις δε σπάνιες περιπτώσεις όπου ένας δημιουργός διαπρέπει με τα λαμπρά έργα του, τη μουσική του ή την ποίησή του, αίφνης μπαίνει στη μέση η πολιτική, είτε για να «αφομοιώσει» τον δημιουργό είτε, εναλλακτικά, για να τον ωθήσει να γίνει βουλευτής και έτσι να εκμεταλλευθεί τη δόξα του. Δεν έχομε παρά να αναλογισθούμε τις πολυάριθμες περιπτώσεις λαμπρών (και λιγότερο γνωστών) καλλιτεχνών μας που επιλέχθηκαν για το Ελληνικό Κοινοβούλιο ή το Ευρωκοινοβούλιο χωρίς, ουσιαστικά, να προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο στον πολιτικό τομέα. Όλες ή τουλάχιστον οι περισσότεροι τους ήσαν έξοχοι ως καλλιτέχνες; Πόσο κατάλληλοι ήταν όμως ως πολιτικοί; Ειλικρινά, ερωτώ, δεν κρίνω.
Είναι άραγε τόσο δύσκολο για τους Έλληνες πολιτικούς να συνειδητοποιήσουν ότι η βουλευτική ή υπουργική ιδιότητα δεν σημαίνει τίποτε για τον σκεπτόμενο και πραγματικά δημιουργικό άνθρωπο, σε αντίθεση με τους ίδιους, που σκέπτονται πεζά ή επιβιώνουν χάρις στον πλούτο των προγόνων τους, των οποίων τις κενές θέσεις περιμένουν υπομονετικά να κληρονομήσουν;
Για να μη μακρηγορώ, η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερους και πιο δραστήριους διανοουμένους. Κι ωστόσο, αν εξετάσει κανείς, ανά τις εποχές, τις περιπτώσεις διανοουμένων και συγγραφέων όπως ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Συκουτρής, ο Καραγάτσης, ο Παπανούτσος και ο Κονδύλης, εύκολα θα διαπιστώσει ότι όλοι αυτοί, με διάφορους τρόπους, υποτιμήθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, αφορίστηκαν, εξωθήθηκαν στην αυτοχειρία ή, επίσης, απορρίφθηκαν όταν αιτήθηκαν μια πανεπιστημιακή θέση, μόνο και μόνο επειδή η υποψηφιότητά τους ήταν καταφανώς καλύτερη από των ανταγωνιστών τους, οι οποίοι και πήραν τελικά τις εν λόγω θέσεις.
Μιλώ εκ πείρας, μια και όσοι με διαβάζουν ή με ακούν, και τυχαίνει να συμφωνούν ίσως με μερικά από αυτά που λέω, αμέσως με ωθούν στην πολιτική: με ωθούν δηλαδή να συνεργαστώ με ανθρώπους που –κατά τη γνώμη μου– έβλαψαν τη χώρα και παραμένουν ίδιοι: δηλαδή αδιόρθωτοι αν όχι αποτυχημένοι. Να αλλάξω την δημιουργική μου ζωή μόνο και μόνο για να με αποκαλεί κάποιος «Κύριε Υπουργέ»; Ε, όχι!
7. Επιλέγοντας το «κατάλληλο» πρόσωπο ως Ανώτατο Άρχοντα
Επειδή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας υπερβαίνουν κατά πολύ την ικανότητα του πολιτικού της κόσμου να τα αντιμετωπίσει, ορισμένοι Έλληνες θεωρούν ότι τη λύση σε μερικές από τις δυσκολίες των τελευταίων χρόνων θα μπορούσε να την έχει δώσει ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ενισχυμένες εξουσίες. Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε μόνο να προέρχεται από αιθεροβάμονες πανεπιστημιακούς ή, πάλι, από πολιτικούς διψασμένους για ακόμη περισσότερη δύναμη. Ας εξετάσουμε όμως λίγο καλύτερα αυτή την ιδέα και ας δούμε σε τι θα μας οδηγούσε μια τέτοια λύση εάν ετίθετο ποτέ σε ισχύ.
Ερωτώ: οι θιασώτες της συγκεκριμένης ιδέας φαντάζονται άραγε έναν Πρόεδρο ο οποίος θα μπορεί να στηλιτεύει δημοσίως την κυβέρνηση του; Μήπως, επίσης, θα περίμεναν από τον Πρόεδρο να φτάσει στο σημείο να απορρίψει έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό; Μήπως, τέλος, αυτός ο Πρόεδρος θα μπορούσε να κατηγορήσει δημοσίως τη γερμανική κυβέρνηση ότι είναι «ληστρική» (όπως όντως εμφανίζεται στα μάτια πολλών) ακόμη εάν η κυβέρνηση της χώρας είχε αναγάγει τις ελληνό-γερμανικές σχέσεις σε ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής της;
Η Ελλάδα έχει ήδη αρκετούς λόγους που τροφοδοτούν πολιτικές συγκρούσεις. Το τελευταίο πράγμα που της χρειάζεται είναι ένας ακόμη λόγος, ο οποίος θα δημιουργηθεί από όσους πιστεύουν ότι τα πολιτικά προβλήματα μπορούν να λυθούν μέσω νομικών κανόνων και συγκρούσεων, οι οποίες, είτε το επιδιώκει κανείς είτε όχι, μπορούν πάντα να καταστούν ανεξέλεγκτες.
Θεωρώ εσφαλμένη την άποψη ότι σε έναν Πρόεδρο, ακόμη και αν αυτός είχε εκλεγεί απευθείας από τον λαό, θα μπορούσε ποτέ να επιτραπεί να επιλύσει με δική του πρωτοβουλία πολιτικές διενέξεις που διχάζουν βαθιά το εκλογικό σώμα. Η ανάθεση αυτής της ευθύνης σε έναν και μόνο άνθρωπο θα αύξανε –δεν θα μείωνε!– τις εντάσεις, εάν αυτός είχε την εξουσία να επιβάλει τις απόψεις του σε άλλους ανθρώπους, με αντίθετες απόψεις.
Ασφαλώς, πολλοί θα έσπευδαν να απαντήσουν ότι και άλλες χώρες έχουν κάνει ό,τι ακριβώς θέλουν οι ‘νεοτεριστές’ να κάνουμε στην Ελλάδα, δηλαδή έχουν αλλάξει το Σύνταγμά τους και έχουν αποκτήσει ισχυρότερες Προεδρίες. Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του ’60, κυρίως επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τις ιδέες του στρατηγού Ντε Γκωλ. Ο Ντε Γκωλ όμως ήταν εξαιρετικός ηγέτης και πανίσχυρη προσωπικότητα, ανάλογος του οποίου δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Η Γαλλία, εξάλλου, είναι μια χώρα με πολύ μακρότερη εμπειρία προεδρικής πολιτικής και, επιπλέον, με την τύχη να έχει εδώ και δεκαετίες έναν δημόσιο τομέα που την κρατά ενωμένη και αποδεικνύεται απολύτως λειτουργικός κατά τις περιόδους πολιτικών διενέξεων. Η Ελλάδα δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ότι διαθέτει κάποιο από αυτά τα πλεονεκτήματα· και, για τους λόγους που προανέφερα, η ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών θα προκαλέσει, κατά πάσαν πιθανότητα –στην πολιτική, ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος–, περισσότερα προβλήματα από όσα θα μπορούσε να λύσει.
Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρώ ότι το πρόβλημα με την Προεδρία της Δημοκρατίας έγκειται στην έλλειψη εξουσιών της, όπως επίσης δεν θεωρώ ότι η επίλυσή του έγκειται στην περαιτέρω ενίσχυση αυτών των εξουσιών. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα έγκειται στην αδυναμία μας να αποφασίσουμε τι ακριβώς περιμένουμε από τον Πρόεδρό μας και, ακολούθως, να εκλέξουμε το καταλληλότερο άτομο που υπάρχει για αυτό το καθήκον, και όχι απλώς… το πιο ηλικιωμένο! Προσωπικά, όσον αφορά την τελευταία αυτή παρατήρηση, θα πρότεινα να τεθεί ως ανώτατο ηλικιακό όριο για την προεδρική εκλογή το 65ο ή, το πολύ-πολύ, το 75ο έτος της ηλικίας του υποψηφίου έως το αμετάκλητο τέλος της θητείας του.
Περαιτέρω, σκόπιμο είναι να διερωτηθούμε: μήπως δεν έχουμε καταφέρει εμείς οι ίδιοι να δώσουμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όχι απλώς εξουσίες αλλά κύρος, επειδή αποκλειστικός στόχος μας είναι να δίνουμε αυτές τις θέσεις σε υποψηφίους που έχουν αναδειχθεί μέσα από τα σκοτεινά γραφεία των πολιτικών κομμάτων και που, σήμερα, ως κύριο προσόν τους, προβάλλουν την προχωρημένη τους ηλικία;
Η σύγχυση στην οποία προαναφέρθηκα ενισχύεται από την πολιτική νοοτροπία μιας φούχτας πολιτικών που προτείνουν στην Βουλή το πρόσωπο που θα θέλανε να δουν ως Πρόεδρο – τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο πολιτικός και επικοινωνιακός μηχανισμός. Είναι αναμφισβήτητο ότι, παρά τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, οι εκλέκτορες αυτοί τείνουν πάντα προς, πειθήνιους, καλόβολους, ηλικιωμένους Προέδρους, και όχι άτομα τα οποία, με το προσωπικό τους παράδειγμα, με τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά, με τα συμφιλιωτικά τους χαρίσματα, για να μην αναφέρω και το προσωπικό τους ανάστημα, θα μπορούσαν να σταθούν υπεράνω της κομματικής πολιτικής και να έχουν τη φυσική ικανότητα να προσπαθήσουν να επιλύσουν τις παρασκηνιακές τριβές ανάμεσα στους κυβερνώντες.
Δεν θα ήταν επίσης λογικό να περιμένουμε από τον Πρόεδρό μας να ενδιαφέρεται λιγότερο για την παρουσία του σε κοινωνικές συγκεντρώσεις ή για την εκφώνηση λόγων σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις στην Αθήνα, και να είναι περισσότερο πρόθυμος να επισκέπτεται την επαρχία συχνά και να συναντά τους απλούς πολίτες της χώρας του;
Να αποτελεί, κοντολογίς, ένα είδος ‘πατέρα του έθνους’, ο οποίος θα προσπαθεί να διαμεσολαβεί – ενίοτε - με σεμνό τρόπο για τα γενικά προβλήματα των απλών πολιτών και, γενικώς, να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να αισθάνονται πώς υπάρχει κάποιος, «υψηλά ιστάμενος», ο οποίος μπορεί μεν να μην έχει τη νομική εξουσία ή τον χρόνο για να επιλύει σε τακτική βάση τα προσωπικά τους θέματα, αλλά είναι τουλάχιστον πρόθυμος να ακούει τα βάσανα τους και να τους προσφέρει μια συμβουλή ή έναν υποστηρικτικό λόγο;
Και αν σε αυτήν τη στάση προσθέσουμε και μια πιο ενεργό παρουσία του Προέδρου στο εξωτερικό, όπου αυτός θα μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο ενός ειδικού πρέσβη καλής θελήσεως, καλλιεργώντας σε τακτική βάση – και όχι μόνο με επίσημες επισκέψεις - τις επαφές του με άλλους Αρχηγούς Κρατών. Όλες αυτές οι ιδέες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον εκάστοτε Πρόεδρο να αποκτήσει έναν πιο συγκεκριμένο και, επιπλέον, δυνητικά πιο χρήσιμο ρόλο. Διότι οι κοινωνικές επαφές που έχω κατά νου, εφόσον καλλιεργηθούν ουσιαστικά και διατηρηθούν σε καλό επίπεδο, θα μπορούσαν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επωφελείς για την κυβέρνηση της χώρας μας, σε ό,τι αφορά τις τακτικές επαφές της με ξένες κυβερνήσεις.
Όπως και πολλές άλλες από τις προτάσεις που διετύπωσα στο παρόν δοκίμιο, η τελευταία αυτή πρόταση δεν πρόκειται να αρέσει στις κατεστημένες δυνάμεις, μοναδικό μέλημα των οποίων είναι να καλύπτουν τις κενές θέσεις με κομματικούς «ημέτερους» ή ευπροσήγορους γέροντες. Η στάση αυτή, όμως, έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική· και αυτό ήταν ανέκαθεν σαφές σε όσους κατανοούν το πώς σκέφτονται οι πολιτικοί. Διότι οι περί ου ο λόγος εκλέκτορεςδεν ενδιαφέρονται να επιλέξουν το άτομο που είναι όντως το καταλληλότερο για να επιτελέσει τα ανωτέρω καθήκοντα αλλά το πιο βολικό!
Εάν λοιπόν παραμένει εκκρεμές το ζήτημα κατά πόσον η Προεδρία λειτουργεί ουσιαστικά ή όχι, τούτο δεν συμβαίνει επειδή ο Πρόεδρος δεν έχει πραγματικές εξουσίες, αλλά επειδή οι άνθρωποι που τον εκλέγουν δεν αναζητούν το καλύτερο δυνατό άτομο για τα αντίστοιχα καθήκοντα, αλλά προσπαθούν να «διορίσουν» το άτομο που θα τους προκαλέσει τις λιγότερες δυσκολίες. Ασφαλώς, μόνο περίεργο δεν είναι αυτό· διότι στους πολιτικούς που έχουν μάθει να είναι πάντα υποτακτικοί προς τα ξένα αφεντικά αρέσει να παίζουν τον ρόλο του αυταρχικού αφέντη στη δική τους καλύβα.
Η χώρα μας χρειάζεται νέους ανθρώπους που θα εργαστούν με σκοπό τη συμφιλίωση και την εφαρμογή νέων ιδεών για την αναζωογόνηση ενός εντελώς δυσλειτουργικού κράτους, το οποίο τα τελευταία χρόνια δίνει ενδείξεις ενός ανησυχητικού αυταρχισμού που, για πολλούς, αγγίζει σχεδόν τα όρια της αντισυνταγματικότητας. Υπάρχουν άραγε τέτοια πρόσωπα στο σημερινό κυβερνητικό πλαίσιο; Προσωπικά θεωρώ πως δεν υπάρχουν, όσο και αν πολλαπλασιάζονται καθημερινά οι υποψήφιοι διάδοχοι του πρωθυπουργού, μια και κανείς από αυτούς τους δελφίνους δεν είναι πραγματικά άφθαρτος ή κατάλληλος για να κυβερνήσει. Ας μου επιτραπεί να δώσω μερικές εξηγήσεις για αυτή την τολμηρή δήλωση.
1. Γίνονται συζητήσεις αυτό το διάστημα σχετικά με την κατανομή ενός νεοαποκτηθέντος (ή μήπως επινοημένου;) «πρωτογενούς πλεονάσματος» λίγο πριν από τις εκλογές, με σκοπό να πειστούν οι ψηφοφόροι να επιστρέψουν στο δεξιό μαντρί. Πρόκειται άραγε για νέα πολιτική ή, μήπως, για κλασικό παράδειγμα μικροπολιτικής; Θα αφήσω εδώ ασχολίαστο το ζήτημα του τρόπου καθορισμού αυτού του πλεονάσματος (ήτοι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κρατικό χρέος) και του ακριβούς ύψους του, ως προς το οποίο σοβαρές αμφιβολίες έχουν ήδη εκφράσει τόσο κάποιοι ξένοι «φίλοι» μας όσο όμως και η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής. Πρόκειται όμως για ζήτημα που δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να γίνει αντικείμενο συσκότισης από την κυβέρνηση, η οποία φαίνεται να εξαρτά το μέλλον της από ένα εξόφθαλμο αριθμητικό τέχνασμα.
2. Αυτοί που επιζητούν να πάρουν τη θέση των σημερινών κυβερνώντων είναι άραγε νέα πρόσωπα; Κοιτάζοντας γύρω, βλέπουμε σε γενικές γραμμές άτομα του ακαθόριστου χώρου της Αριστεράς, άτομα τα οποία έχουν ήδη συμμετάσχει σε αποτυχημένες κυβερνήσεις αριστεροκεντρώων αποχρώσεων. Ας αποκτήσουμε, αν θέλουμε, αριστερότερους κυβερνήτες, αλλά ας είναι τουλάχιστον άφθαρτοι, νέοι, και όχι «ξαναζεσταμένα φαγητά». Λάθη ασφαλώς θα κάνουν, αλλά χειρότεροι από αυτούς που κάθισαν στην πλάτη μας εδώ και δέκα ή δεκαπέντε χρόνια δύσκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα είναι.
Οι περισσότεροι από αυτούς που τώρα εμφανίζονται ως «νέοι» θεωρούν τη διακυβέρνηση Παπανδρέου μνημειώδη αποτυχία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ανάμεσα σε αυτούς που εκφράζονται αυτή την άποψη συγκαταλέγονται και ορισμένοι που, παρά τη συμμετοχή τους σε αυτή την αποτυχημένη κυβέρνηση, θέλουν σήμερα να αυτοπροβάλλονται ως «νέοι», αλλαγμένοι, και έτοιμοι να αναλάβουν εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονται άραγε να μας προτείνουν κάτι νέο ή, απλώς, το ίδιο φάρμακο που μας έδωσαν ξανά και ξανά; Θα εμπιστευθούμε αυτούς τους ανθρώπους μόνο και μόνο γιατί μας τους συνιστούν κάποιοι καναλάρχες, τους οποίους επίσης μάθαμε τα τελευταία χρόνια να μην εμπιστευόμεθα καθόλου;
3. Μόνο μία μπορεί να είναι η απάντηση. Αν αποδεικνύουν κάτι αυτοί οι απελπισμένοι πολιτικοί, είναι πόσο αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος της ίδιας τους της αποτυχίας. Και τούτο γίνεται σαφές από το γεγονός ότι συνεχώς καταστρώνουν στα κρυφά τις πιο παράξενες συμμαχίες. Πράγματι, πόσο συμβατή είναι μια συμμαχία νεοφιλελεύθερων (εξ ορισμού, άκρως συντηρητικών ως προς την οικονομική πολιτική τους) με ένα ετερόκλητο πλήθος αυτοαποκαλούμενων «εκσυγχρονιστών» αριστερών, μαζί με κυβερνητικά απομεινάρια της προηγούμενης δεκαπενταετίας; Ή, εάν προκύψει μια εκλογική συμβίωση μεταξύ της Δράσης και των 58 –οι οποίοι παραμένουν δίχως όνομα, κόμμα, αρχηγό, αρκούμενοι απλώς να κάνουν περιστασιακές συγκεντρώσεις, στις οποίες παρευρίσκονται οι ίδιες λιγοστές εκατοντάδες– θα πρόκειται άραγε για έναν σχηματισμό συνεκτικό και βιώσιμο ή μήπως θα αποτελεί το απόλυτο παράδειγμα ενός συνόλου από σάπια απομεινάρια που συνεργάζονται με μοναδικό σκοπό την επιβίωσή τους;
4. Στο ίδιο λογικό πλαίσιο, ας διερωτηθούμε γιατί αρκετοί αρχηγίσκοι ταλαντεύονται τόσο μεταξύ Δράσης, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και Ελιάς, έχοντας πλέον εγκαταλείψει κάθε ιδέα περί αυτοτελούς καθόδου Τέλος. Ή, ας ρωτήσομε αν η αποφορά της σήψης θα μετατραπεί άραγε, ξαφνικά, σε μεθυστικό άρωμα εάν στους 58 προσθέσει κανείς το παραπαίον ΠΑΣοΚ και τον σημερινό αρχηγό του που το διέλυσε; Σε όλες τις ανωτέρω κινήσεις το μόνο που βλέπουμε είναι αδίστακτους πολιτικούς να δοκιμάζουν τα πάντα χάριν μίας βουλευτικής έδρας!
5. Οι βλαστοί των οικογενειών που επί δεκαετίες εξουσιάζουν την Ελλάδα περιφέρονται και αυτοί στις παρυφές της εξουσίας, με συνωμοσίες και κινήσεις αυτοπροώθησης. Ηλικιακά νέοι αυτοί μπορεί να είναι. Πότε όμως ανέπτυξαν νέα, περιεκτική φιλοσοφία, με συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς σκοπεύουν να μειώσουν την ανεργία, ή μας είπαν πως θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις ή θα υπερασπιστούν την κυριαρχία και τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας που βρίσκονται υπό τις διαρκείς απειλές «εχθρών» και «φίλων».
Για παράδειγμα, τι έχουν πει ή τι έχουν κάνει όλοι αυτοί σχετικά με το ενδεχόμενο ο ελληνικός ορυκτός και υποθαλάσσιος πλούτος να πέσει θύμα της συνήθους «φιλοσοφίας της απραξίας», δεδομένου ότι μια τέτοια εξέλιξη συνάδει με τον τρόπο που οι άνθρωποι αυτοί αντιλαμβάνονται τις δυνατότητες της Ελλάδας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η φιλοσοφία της απραξίας συνάδει και με την υποτακτικότητά τους προς τους Έλληνες ολιγάρχες, οι οποίοι θα προτιμούσαν να εισάγουν φυσικό αέριο από το εξωτερικό (προς ίδιον, ασφαλώς, όφελος) παρά να δουν τη χώρα τους να παράγει το δικό της αέριο.
Δεν θα έπρεπε επιτέλους οι Έλληνες ψηφοφόροι να πετάξουν έξω από την πολιτική σκηνή όλους τους ανωτέρω ιδίως εάν μερικοί από τους πολιτικούς αρχηγούς συνδέονται – ενδεχομένως - και με οικονομικά σκάνδαλα της τελευταίας τριακονταετίας;
Η λίστα «επίδοξων σωτήρων» δεν περιορίζεται στους ανωτέρω δελφίνους και τους εξ επαγγέλματος πολιτικούς, πολλοί από τους οποίους δίνουν την εντύπωση –καλώς ή κακώς, είναι άλλο θέμα– καιροσκόπων. Σε όλους τους ανωτέρω πρέπει να προσθέσουμε και εκείνους που συμβάλλουν με οικονομικά άρθρα σε αξιόλογους ιστότοπους, που αποδεικνύουν γνώση όσο και, συχνά, εμπειρία.[2]
Δυστυχώς, όμως, ο ανθρώπινος ναρκισσισμός τείνει να υποτάσσει και αυτήν ακόμη την επαγγελματική πείρα ενός ατόμου σαν τους ανωτέρω στην παρόρμηση να πολιτικοποιηθεί εντός ενός πλαισίου που δεν απαλλάσσει αυτούς τους επαγγελματίες οικονομολόγους ή επιχειρηματίες από το να ασχολούνται με την καθημερινή πολιτική διαχείριση ενός πολιτικού οργανισμού στον οποίο ούτε ειδικευμένοι είναι ούτε και καλοί έχουν αποδειχθεί. Επιλέγεται λοιπόν η στρεβλή οδός, στρέφοντας αυτούς τους ανθρώπους στη δημιουργία δικών τους κομματιδίων. Έλα, όμως, που οι οικονομικοί τίτλοι και οι ακαδημαϊκές περγαμηνές δεν αρκούν από μόνα τους για να εξασφαλίσουν αυτόνομη πολιτική επιτυχία. Μπορεί, με δυο λόγια, να είσαι καλός οικονομολόγος αλλά όχι φτιαγμένος να είσαι και πολιτικός.
Πέραν τούτου, τα οικονομικά σχέδια απαιτούν και σύγχρονο γεωπολιτικό σχεδιασμό –όχι ευφάνταστους νεωτερισμούς ή, το αντίθετο, ασυγχώρητη αρτηριοσκλήρωση– μια και τα οικονομικά δεν δουλεύουν «εν κενώ» αλλά μέσα σε έναν χώρο χρήσιμων συμμαχιών, όπου απαιτείται και πολιτικό ένστικτο. Και αυτά όμως δεν επαρκούν, εφόσον στη σημερινή επικοινωνιακή δημοκρατία, απαιτείται και τηλεγενής προσωπικότητα.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών αποδεικνύει ότι όλα τα ανωτέρω –ίσως και άλλα– χαρακτηριστικά λείπουν και από αυτούς τους καθ’ όλα αξιόλογους ανθρώπους που κατάφεραν να σπαταλήσουν το ταλέντο τους φλερτάροντας με την πολιτική.
Από όποια λοιπόν σκοπιά και αν εξετάσει κανείς τη σημερινή κρίση, διαπιστώνει έλλειψη προσώπων που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το υπάρχον κυβερνητικό εξάμβλωμα – εκτός και αν στρέψει κανείς το βλέμμα του και προσαρμόσει τη σκέψη του σε έναν συνεχώς μεταλλασσόμενο αριστερό χώρο, ο οποίος θα μπορούσε να επιχειρήσει μαζί με μια μερίδα κλασικών αστών κάποιου είδους συμβίωση, βασισμένη στην κοινότητα ιδεών, η οποία μέχρι στιγμής έχει περάσει απαρατήρητη. Το γεγονός αυτό μπορεί να μην είναι τόσο αξιοπερίεργο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως· και τούτο, για δύο λόγους.
Κατά πρώτο λόγο, είναι εσφαλμένο – ως ήδη τόνισα - να ταυτίζει κανείς συλλήβδην τον κόσμο των αστών με τον κόσμο της διαπλοκής. Οι αστοί έχουν αποτελέσει τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, κάθε φορά που αυτή επέτυχε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Οι πολίτες αυτοί έχουν πλέον αγανακτήσει με τη σημερινή κυβέρνηση, διότι έχουν πληγεί από τις πολιτικές της κατά τρόπο πρωτοφανή και τελείως ανόητο. Μπορεί λοιπόν να είναι ώριμοι για πρόσκαιρη συνεργασία με άλλους πολίτες που βλέπουν την ανάγκη αλλαγής σκηνικού έστω και αν ασπάζονται άλλη πολιτική ιδεολογία.
Κατά δεύτερο λόγο, από τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πως, έπειτα από μια εκλογική ήττα, τα απομεινάρια της σημερινής δικομματικής συνεργασίας θα έβγαιναν ταπεινωμένα και πολιτικώς αποδυναμωμένα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι αστοί θα έδειχναν ίσως περισσότερο δεκτικοί προς το ενδεχόμενο ενός περιορισμένου εύρους και διάρκειας συνασπισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο ομονοούν ως προς δύο αποφασιστικής σημασίας προβλήματα: την ανάγκη άμεσου τερματισμού της διαπλοκής και τη δημιουργία ενός κράτους που δουλεύει έστω και λίγο καλύτερα από το σημερινό.
Εάν ο πολιτικός κόσμος συνεχίσει να απορρίπτει την ιδέα μιας προσωρινής αλλά πλήρως εξουσιοδοτημένης κυβέρνησης αποτελούμενης από μη πολιτικά πρόσωπα (η οποία θα λάμβανε όλα τα αναγκαία μέτρα επιβίωσης και θεραπείας όπως αυτή την οποία περιέγραψα ανωτέρω), τότε μια θητεία τόσο στενά καθορισμένη και περιορισμένη μεταξύ αστών και ΣΙΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και επιθυμητή. Διότι, διαφορετικά, το έλλειμμα ηγεσίας δεν μπορεί να καλυφθεί από συνεργασίες μεταξύ αποτυχημένων χαμαιλεόντων του χθες ή μεταξύ μορφωμένων αλλά πολιτικά ασύμβατων επαγγελματιών.
Θα μπορέσει λοιπόν η ελληνική κοινωνία να καλύψει αυτά τα κενά προτού ο πρωθυπουργός αναγκαστεί –και όχι αποφασίσει– να ζητήσει από τον λαό να του πει πώς τα πήγε έως τώρα; Ίδωμεν, αν και δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας υπερβολική αισιοδοξία, μια και είναι γνωστό ότι, ιδίως σε μια διαλυμένη και απογοητευμένη κοινωνία όπως είναι η δική μας, το «ωραιοποιημένο ψεύδος» πάντα φαντάζει καλύτερα από τη «στυγνή αλήθεια».
Ο χρόνος λοιπόν θα δείξει κατά πόσον ο κ. Στουρνάρας θα αποδειχθεί καλύτερος από τον κ. Παπακωνσταντίνου – ή, αν προτιμάτε - κατά πόσον το σύνθημα «Υπάρχει πραγματικό πλεόνασμα» παρασύρει τους Έλληνες στην λανθασμένη απόφαση όσο τους παρέσυρε το εξίσου ατυχές «Λεφτά υπάρχουν»...
Copyright: Sir Basil Markezinis