Posted: 26 Oct 2014 09:50 AM PDT
Το
πρόβλημά μας δεν είναι στενά πολιτικό, ποιες κομματικές εξαγγελίες ή ποιον
αρχηγό να εμπιστευθούμε. Το πρόβλημά μας μοιάζει ανθρωπολογικό: Η εμπειρική μας
βεβαιότητα που εκφράζεται απλοϊκά με τη φράση «όλοι ίδιοι είναι» προκαλεί το
ερώτημα, ποιος τύπος ανθρώπου, ποιο είδος, ποια
ποιότητα (σκέψης, κρίσης, φαντασίας, ήθους) διαμορφώνεται από τις συνθήκες και
τους παράγοντες που καθορίζουν την άσκηση της πολιτικής.
Η μετριότητα
των αναστημάτων, η αχρήστευση ή υπονόμευση των ικανών, η ατολμία για δημιουργικές
ρήξεις και καινοτομίες, η ανοχή της ανομίας, η ατιμωρησία κοινωνικών εγκλημάτων
της εξουσίας, επαναλαμβάνονται σχεδόν στερεότυπα – θα έλεγε κανείς
«μεταβιβάζονται» από κυβέρνηση σε κυβέρνηση. Οι ίδιες ολέθριες ηλιθιότητες, οι
ίδιες δυσώδεις αθλιότητες, ο ίδιος διεθνής διασυρμός και η γελοιοποίηση του
ελληνικού ονόματος συνοδεύουν κάθε κυβερνητικό σχήμα σαν κληρονομικό νόσημα ή
σαν κατάρα.
Ολοι ξέρουμε τις συνθήκες και τους
παράγοντες αυτής της νομοτελειακής κληρονομικότητας: Είναι το πελατειακό
κράτος, η εμπορευματοποίηση της σχέσης κομμάτων και πολίτη. Γεννάει την
αναξιοκρατία, τον διωγμό της ποιότητας, την αυθαιρεσία, την κοινωνική αδικία,
τη ροπή προς τη ραστώνη, τη μόνιμη «κρίση» και συνεχή υποβάθμιση της
εκπαιδευτικής λειτουργίας. Η εξάλειψη του πελατειακού κράτους είναι θέμα
ελάχιστων, πολύ συγκεκριμένων, θεσμικών μεταρρυθμίσεων, που καμία κυβέρνηση δεν
διανοείται να τις τολμήσει.
Η ελλαδική κοινωνία βιώνει
πραγματική καταστροφή, αληθινό εφιάλτη, πέντε χρόνια τώρα. Είναι το αποτέλεσμα
του εξωφρενικού υπερδανεισμού της χώρας που απέβλεπε αποκλειστικά στην
εξυπηρέτηση του πελατειακού κράτους. Οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί στην
Ελλάδα, διορισμένοι από τις κομματικές κυβερνήσεις, δεν διανοούνται να
εγκαλέσουν τους αυτουργούς του κοινωνικού εγκλήματος – να οδηγήσουν στο εδώλιο
πρωθυπουργούς και οικονομικούς υπουργούς που υπέγραψαν τον υπερδανεισμό. Μεγάλη
ευκαιρία για τις κυβερνήσεις των πέντε τελευταίων ετών ήταν το άλλοθι που τους
πρόσφεραν τα «μνημόνια» – ο εξαναγκασμός να υποταχθούν στις απαιτήσεις των
δανειστών της χώρας. Οι δανειστές, για να μη χάσουν εντελώς τα χρήματά τους,
απαίτησαν τη «σμίκρυνση» του κράτους και την αποκατάσταση της λειτουργικότητάς
του: Να απολυθούν οι τεράστιες μάζες των διορισμένων με αυθαίρετη κομματική
παρέμβαση και να ανασυνταχθούν οι κρατικές υπηρεσίες με κριτική αξιολόγηση της
ποιότητας των υπαλλήλων.
Για τα κόμματα η απαίτηση των δανειστών ήταν εξαναγκασμός σε αναμέτρηση ζωής ή
θανάτου – διάσωσης ή κατάλυσης του (αυτονομημένου από την κοινωνία) κομματικού
συστήματος. Φυσικά στην αναμέτρηση νίκησαν τα κόμματα (χωρίς, βέβαια, να
ζημιωθούν οι δανειστές, αλλά με μεταβίβαση της ζημιάς σε βάρος και πάλι του
κοινωνικού σώματος): αντί αξιολογικής κρίσης προκρίθηκε το τυφλό «κούρεμα» –
ίδιος αποκεφαλισμός ικανών και ανίκανων, ποιότητας και απατεωνίας.
Ετσι η Ελλάδα συνεχίζει να βιώνει
πραγματική καταστροφή, αληθινό εφιάλτη. Πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς σημάδια
ανάκαμψης. Η παραγωγή κάτω από τα όρια συναγερμού, η αποβιομηχάνιση πλήρης, οι
επενδύσεις σχεδόν μηδενικές, η ανεργία εφιάλτης. Οι επιχειρήσεις κλείνουν με
ρυθμό που δεν ανακόπτεται, οι Τράπεζες έχουν απορροφήσει για
«ανακεφαλαιοποίηση» ποσά μυθώδη, αστρονομικά, χωρίς ακόμα να μπορούν να
χρηματοδοτήσουν την εγχώρια αγορά. Οι περικοπές μισθών και συντάξεων
αποστράγγισαν την όποια αποταμίευση, τα δύο τρίτα του πληθυσμού ζουν στο όριο
της φτώχειας ή κάτω από το όριο.
Σε αυτή την πραγματικότητα, που τη
βιώνει με καθημερινό άγχος ο πολίτης, αντιτάσσονται, επίσης καθημερινά, η
θριαμβολογία του πρωθυπουργού και η υποσχεσιολογία της αξιωματικής
αντιπολίτευσης. Και οι δύο εκτός τόπου και χρόνου. Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να
μας πείσει σπασμωδικά και πανικόβλητος, ότι «αφήσαμε πίσω μας τα δύσκολα»,
ελευθερωθήκαμε από τα «μνημόνια», από το κατάντημα να «επιτροπεύεται» η Ελλάδα,
να έχει απεμπολήσει την εθνική της ανεξαρτησία. Καταφέραμε να έχουμε
«πρωτογενές πλεόνασμα» μεγαλύτερο από όσο ζητούσαν αυτοί που μας επιτροπεύουν,
αρνηθήκαμε την εξάρτηση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είμαστε σε θέση «να
βγούμε στις αγορές», να δανειζόμαστε με τα επιτόκια που δανείζονται οι διεθνώς
αξιόπιστες χώρες.
Την επομένη τέτοιων θριαμβολογιών,
τα επιτόκια για να δανειστεί η Ελλάδα από τις αγορές εκτινάσσονται σε
δυσθεώρητα ύψη, τα «στελέχη» της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών διαψεύδουν
απερίφραστα τον πρωθυπουργό από τα διεθνή κανάλια, και το Χρηματιστήριο Αθηνών
περίπου καταρρέει. Εχει και η προπαγανδιστική αερολογία τα όριά της, αλλά ο
διεθνής διασυρμός και η αυτοδιαπόμπευση δεν πτοούν τον πρωθυπουργό.
Οπως δεν πτοούν και τον κ. Τσίπρα.
Επιμένει μοιράζοντας χαμόγελα ότι «θα» επαναδιαπραγματευθεί το ιλιγγιώδες χρέος
της χώρας (με ποια «ατού» δεν μας λέει), «θα» αυξήσει τον κατώτατο μισθό, «θα»
επαναπροσλάβει στο Δημόσιο όλους αδιακρίτως τους απολυμένους (η κ. Δούρου θα
συμπεριλάβει στην επαναπρόσληψη και τους παραχαράκτες, τους πλαστογράφους των
πτυχίων τους). Με ποια χρήματα ή ποιος θα τον δανείσει, δεν το αποκαλύπτει ο κ.
Τσίπρας.
Ο πολίτης που διαθέτει στοιχειωδώς
ορθολογική σκέψη και κρίση, διερωτάται: Αφού ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι, γιατί
βιαζόμαστε – το πελατειακό κράτος είναι άθικτο, οι «νταβατζήδες» απόλυτοι
κυρίαρχοι, οι Τράπεζες ακόμα αχρηστευμένες, ο μηχανισμός του Δημοσίου
διαλυμένος. Με αυτές τις κραυγαλέα αρνητικές προϋποθέσεις, δεν είναι
πλεονεκτικότερη επιλογή να υπομείνουμε τα «μνημόνια» και την επιτρόπευση, αντί
να αυτοπαραδοθούμε, σαν ψευτοπαλικαράδες, έρμαιο άθυρμα, στο λυσσαλέο και
απάνθρωπο παιχνίδι των «αγορών»; Οταν οι ηγέτες μας μοιάζουν άνθρωποι
αρρωστημένοι, μανιακοί για εξουσία, ανίκανοι να προβληματιστούν για την
καταστροφή της πατρίδας και απορροφημένοι αποκλειστικά από την προεκλογική τους
κοκορομαχία, είναι ώρα για νταϊλίκια και παιχνίδια με την αχαλίνωτη, θηριώδη
αυθαιρεσία των «αγορών»;
Εστω για το ωμό τους συμφέρον οι
βουλευτές, για να εξαντλήσουν την τετραετία της κοινοβουλευτικής τους θητείας,
ας απαιτήσουν «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», κυβέρνηση δοκιμασμένων σε κάθε
κλάδο τεχνοκρατών, που θα την στηρίξει η Βουλή έχοντας επιλέξει κοινής αποδοχής
Πρόεδρο Δημοκρατίας.
Μοιάζει η ρεαλιστικότερη από τις
προτάσεις που διατυπώθηκαν ώς τώρα.