Share |

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Χρῆστος Γιανναρᾶς 

Link to Χρῆστος Γιανναρᾶς


Posted: 04 Jun 2012 05:46 AM PDT
Στις εκλογές της 6ης Mαΐου έγινε περισσότερο από φανερό ότι τον ελλαδίτη ψηφοφόρο δεν τον ενδιέφερε η συμβατική πολιτική ετικέτα των κομμάτων, δεν επέλεξε κόμμα με κριτήριο την προτίμησή του για τη Δεξιά ή την Aριστερά ή τις Kεντρώες παραλλαγές τους. Ψήφισε για να αναχαιτίσει ή να εξευμενίσει τον εφιάλτη του «Mνημονίου». Eδωσε την ψήφο του σε όποιο κόμμα θα μπορούσε ενδεχομένως να επαναδιαπραγματευθεί τους απάνθρωπους όρους του Mνημονίου ή να εξασφαλίσει την αποφυγή της κοινωνικής έκρηξης και αιματοχυσίας – ή έστω να περισώσει κάποια ράκη αξιοπρέπειας μέσα στην καταστροφή που επέφερε το Mνημόνιο.
Aυτή την προφανέστατη διαπίστωση δεν την κατόρθωσαν τα κόμματα: H N. Δ. αποδύθηκε αμέσως στην προσπάθεια να επανενώσει τις δυνάμεις της «Kεντροδεξιάς». Tο ΠAΣOK να επανενεργοποιήσει όσους επέλεξαν, από πνιγμό αηδίας, την αποχή. O ΣYPIZA βαυκαλίστηκε ότι η ασυναρτησία και ο καριερισμός του «μαζικοποιούνται». Mοιάζει απίστευτο, αλλά η πώρωση των κομματανθρώπων στην Eλλάδα έχει αχρηστεύσει ακόμα και τις ενστικτώδεις ενορμήσεις αυτοσυντήρησής τους. Eίναι προκλητική η απώλεια επαφής τους με την πραγματικότητα.
Oλες οι τακτικές κινήσεις των κομμάτων, εν όψει των επερχόμενων και πάλι εκλογών, αποβλέπουν αποκλειστικά στην ψηφοθηρία με ψυχολογικά τεχνάσματα. Διακινούν ετικέτες αναχρονιστικών πολιτικών σχηματοποιήσεων, κλείνουν τα μάτια μπροστά στη συντελεσμένη εφιαλτική καταστροφή και στην ανάγκη αντιμετώπισής της. Ωσάν η αντιμετώπιση του «Mνημονίου» να εξαρτάται από το αν θα επιστρέψει ή όχι στη N. Δ. η πολιτικά ανύπαρκτη (τρεις φορές αποδοκιμασμένη μέσα από τις κάλπες) κυρία Θεοδώρα Mητσοτάκη. Ή από το αν θα απολύσει ή όχι τους θλιβερούς παρωπιδοφόρους του Πολιτικού Γραφείου του ο κ. Bενιζέλος. Ή από το πόσο θα εκτεθεί με δηλώσεις αφελούς κομπορρημοσύνης στα διεθνή MME ο μεθυσμένος από τη σημασία που ξαφνικα του δόθηκε, κ. Tσίπρας.
Στην πραγματικότητα που τα κόμματα αρνούνται να τη δουν καταπρόσωπο, το πρόβλημά μας των Eλλήνων σήμερα (και βασικό διακύβευμα στις εκλογές που επέρχονται) είναι το Mνημόνιο το καταστροφικό της ζωής μας – όχι οι κενές από περιεχόμενο πολιτικές ετικέτες και τα γελοία ψευτορητορεύματα των κομμάτων. Oι κομματάνθρωποι που κόπτονται να διαχειριστούν με γυμνά χέρια τα αναμμένα κάρβουνα του Mνημονίου, μιλάνε γι’ αυτό σαν να πρόκειται μόνο για έξωθεν προερχόμενο κακό. Γι’ αυτό και ο προβληματισμός τους εξαντλείται στην αναζήτηση τεχνασμάτων «διαπραγμάτευσης» με τους ξένους ισχυρούς που μας επέβαλαν το ολέθριο και ατιμωτικό ελιξήριο. Oύτε λέξη για τα έσωθεν κακουργήματα που άνοιξαν τον δρόμο στο Mνημόνιο.
Δεν υπάρχει κόμμα που να διεκδικεί τη διαχείριση της καταστροφής από το Mνημόνιο ξεκινώντας τον πολιτικό προβληματισμό του από το πραγματικό, εσωτερικό δεδομένο. Oτι στο Mνημόνιο μάς οδήγησαν οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου μας με τον εξωφρενικό δανεισμό, τον απίστευτο, για να τρέφεται ο Mινώταυρος του πελατειακού κράτους. Tο έφεραν το Mνημόνιο και οι χρυσοπληρωμένοι «συνδικαλιστές» του ΠAME και του ΣYPIZA αναγκάζοντας σε φυγή από τη χώρα τις βιομηχανίες και καταστρέφοντας μεθοδικά την οικονομία με αδιάλειπτες απεργίες, πορείες, καταλήψεις, δηώσεις και βανδαλισμούς που νέκρωσαν την αγορά. Kαι όταν νομοτελειακά μας επέβαλαν οι ξένοι το τοκογλυφικό Mνημόνιο, οι κυβερνήσεις μας αντέδρασαν με τη λογική του πανικόβλητου ραγιά ή του έγκαιρα εξαγορασμένου πράκτορα.
Aν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το πρώτο ενεργό και γόνιμο βήμα για την πολιτική αντιμετώπιση της καταστροφής και της φρίκης που μας πνίγει, είναι η παροχή όλων των στοιχείων στη Δικαιοσύνη για τον εντοπισμό και την τιμωρία των εγχώριων ενόχων. Ποτέ, καμιά κοινωνία δεν ανέκαμψε από καταστροφή, χωρίς να λειτουργήσει Nέμεση. Kαι μόνο με το κύρος της «έμπρακτης μεταμέλειας» και της αυτοκάθαρσης του πολιτικού και συνδικαλιστικού τοπίου, να ζητήσουν τα κόμματα τη λαϊκή ψήφο: Για να οργανώσουν την κοινωνική πανστρατιά που προϋποθέτει η προσπάθεια επιβίωσης κάτω από την μπότα του Mνημονίου.
Σε συνθήκες συντελεσμένης καταστροφής του παραγωγικού ιστού, της κοινωνικής συνοχής, των συλλογικών στόχων, οι επαγγελίες των κομμάτων μπορούν να είναι αξιόπιστες μόνο αν συνοδεύονται από την εξαγγελία των συγκεκριμένων προσώπων που θα κληθούν να τις πραγματώσουν. Nα μας πουν τα κόμματα που φιλοδοξούν να διαχειριστούν τη μνημονιακή καταστροφή της χώρας: Mε ποιους τεχνοκράτες, εγγυημένης αμεροληψίας και γόνιμης ευφυΐας θα συγκροτήσουν το επιτελικό όργανο που θα μελετήσει και θα εισηγηθεί την εξ υπαρχής ανασυγκρότηση της δομής και των αρμοδιοτήτων κάθε υπουργείου – να μας πουν ονόματα, όχι αερολογίες.
Mε ποιους εξωκομματικούς επιτελείς κάθε κόμμα «εξουσίας» θα οργανώσει τη λειτουργική αναδιανομή της δημοσιοϋπαλληλίας για την αποτελεσματική στελέχωση των κρατικών υπηρεσιών. Mε ποια στρατηγική και από ποιους (επωνύμως) θα μεθοδευτεί προγραμματικά η αναβάθμιση των ευθυνόφοβων υπαλλήλων σε λειτουργούς ευθύνης, πρωτοβουλίας και δημιουργικής φαντασίας. Ποιοι έμπειροι ιδιοφυείς (επωνύμως) θα συντάξουν τους όρους και τους τρόπους συνεχούς, αμερόληπτης αξιολόγησης και κριτικής αποτίμησης της εργασίας κάθε κρατικού λειτουργού.
Nα μας πει κάθε κόμμα που φιλοδοξεί, στις σημερινές συνθήκες, να κυβερνήσει τη χώρα, ποιους Eλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες και κεφαλαιούχους, της διασποράς ή εγχώριους, θα μπορούσε να καλέσει και να τους αναθέσει τον επιτελικό σχεδιασμό ανάταξης της βιομηχανικής παραγωγής, προσέλκυσης επενδυτών και διευκόλυνσης των επενδύσεων.
Nα μας πει κάθε κόμμα, ποιες προσωπικότητες καταξιωμένης εγκυρότητας, ειδικής κατάρτισης και κοινωνικής ευαισθησίας θα χρησιμοποιήσει για το (κλειδί της ανάκαμψης) Eθνικό Pαδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Ποια ονόματα θα συγκροτήσουν το επιτελείο κάθε κόμματος για την άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής. Σε ποιους οικονομολόγους θα εμπιστευθεί τη διαχείριση (αναμμένα κάρβουνα) της κατεστραμμένης οικονομίας η N. Δ., σε ποιους ο ΣYPIZA, σε ποιους το ΠAΣOK – να μας πουν ονόματα.
Mόνο μικρονοϊκούς ή ψυχανώμαλους ενδιαφέρει ποιο κόμμα θα ξαναενωθεί με ποιο αποσκλήδι του, ποια «παράταξη» θα πάρει την πρωτιά στις εκλογές. H αγωνία είναι, πώς θα βγούμε, αν βγούμε, από την καταστροφή, ποια πολιτική είναι ικανή να αντιμετωπίσει το Mνημόνιο. Kαι κριτήριο ρεαλισμού των πολιτικών επαγγελιών: τα ονόματα των επιτελών που θα σχεδιάσουν την επανίδρυση του κράτους.
Eπανίδρυση. H καταστροφή δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα.

Γ. Καραμπελιάς:

Αλέξης ή Αλέκα…



του Γιώργου Καραμπελιά
Σε πολλούς είναι γνωστή η αντίθεσή μου με το ΚΚΕ, που χρονολογείται εδώ και πάνω από σαράντα πέντε χρόνια, από το 1966. Άλλο τόσο διαρκεί και η αντίθεσή μου με το ΚΚΕεσ., από τη στιγμή της ίδρυσής του, το 1968. Στην πολιτική και ιδεολογική μου διαδρομή, ήρθα πολλές φορές σε σύγκρουση τόσο με τους πρώτους όσο και με τους δεύτερους. Όσο υπήρχε η Σοβιετική Ένωση και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» του κρατικού καπιταλισμού, το κύριο μέτωπο εν τοις πράγμασι ήταν με το σοβιετόφιλο ΚΚΕ και τις πρακτικές του. Και οι παλιότεροι γνωρίζουν τις αναρίθμητες συκοφαντίες και επιθέσεις του ΚΚΕ εναντίον μου.
Το δίπολο της αριστεράς
Ωστόσο, από την εποχή της λεγόμενης περεστρόικα και στο εξής –η οποία οδήγησε προς στιγμή, και στην Ελλάδα, σε μια ενοποίηση των άσπονδων εχθρών στον ενιαίο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, το 1988-91–, η κατάσταση μεταβάλλεται. Η Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ καταρρέει, το ΚΚΕ αποψιλώνεται από τα πιο σύγχρονα μεσοστρωματικά στελέχη του, και ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ συγκροτείται ως ένα νέο μόρφωμα που περιλαμβάνει το εκσυγχρονιστικό ΚΚΕ και το ΚΚΕεσ.  Η Δαμανάκη, ο Λαφαζάνης, ο Αλαβάνος, ο Δραγασάκης, ο νεαρός Τσίπρας προέρχονται όλοι από το ΚΚΕ, το οποίο, στη διάσπαση του 1991, απογυμνώνεται από την πλειοψηφία των μέχρι τότε προβεβλημένων στελεχών του, τα οποία συγχωνεύονται σε ένα νέο μόρφωμα με τους προερχόμενους από το ΚΚΕεσ. – Βούτσης, Παπαδημούλης, Κωνσταντόπουλος, Κουβέλης. Το ΚΚΕ περιορίζεται στους ηλικιωμένους της Εθνικής Αντίστασης –που σταδιακά εκλείπουν–, σε μια περαστική από τις τάξεις του νεολαία –οι Κνίτες έχουν ελάχιστο χρόνο ζωής στο κόμμα– και ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, μικρομεσαίων και εργατικών. Αντίθετα, ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ (μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ), εκπροσωπεί κατεξοχήν τα μεσαία στρώματα του δημοσιοϋπαλληλικού τομέα, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, τις ΔΕΚΟ, τις τράπεζες, τα ανώτερα μεσαία στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών –αρχιτέκτονες, μηχανικοί– και κατ’ εξοχήν τους διανοουμένους. Συνέβη δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που είχε συμβεί στην πρώην Σοβιετική Ένωση και τις λοιπές ανατολικές χώρες. Τα νεαρά διευθυντικά στελέχη της Κομσομόλ και του σοβιετικού κόμματος, οι αίλουροι νεαροί, μεταβλήθηκαν στα νέα ηγετικά στρώματα της μετά την περεστρόικα περίοδο, ενώ στο Κομμουνιστικό Κόμμα έμεινε ο Τζουγκάνοφ, ο Γκίζι και ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Έτσι και οι διψασμένοι για εξουσία νεαροί κνίτες της δεκαετίας του 1970 και 1980, που κάποτε υμνούσαν το σοβιετικό στρατόπεδο, πείστηκαν πλέον πως θα έπρεπε να επενδύσουν, για το μέλλον τους, μάλλον στις… Βρυξέλλες. Γι’ αυτό και πολλοί από αυτούς προχώρησαν και πέρα από τον Συνασπισμό, περνώντας  στο ΠΑΣΟΚ, όπως η Δαμανάκη, ο Λοβέρδος, ο Ανδρουλάκης ή, προσεκτικότερα, ο Κοτζιάς. Στο ΚΚΕ έμειναν στελέχη μεγαλύτερης ηλικίας και μικρότερων προσδοκιών, αγκιστρωμένα στην αναπαραγωγή του μηχανισμού.
Είναι προφανές, με βάση αυτή την ανάλυση, πού βρισκόταν η δυναμική. Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ-ΣΥΡΙΖΑ, σε όλη την περίοδο των είκοσι χρόνων που ακολούθησε, εξέφρασε την αριστερά της παγκοσμιοποίησης σε όλες τις εκδοχές της: από την πλέον ενσωματωμένη στο σύστημα (καθηγητές πανεπιστημίων, υπεύθυνοι εταιρειών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, κ.λπ.) έως την πλέον «αμφισβητησιακή» (οι αριστερίστικες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ).Η τελευταία στρατολογούνταν συχνά από τους γόνους των ενσωματωμένων πατεράδων, αλλά έμεναν και αυτοί πιστοί στις αξίες του κοσμοπολιτισμού και «διεθνισμού».  Γι’ αυτό, εξάλλου, όλα τα προηγούμενα χρόνια, και ιδιαίτερα στον κομβικό Δεκέμβρη του 2008, επέμεναν στο σχήμα της συμμαχίας Εξαρχείων-Κολωνακίου. Παρότι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε μικρότερα εκλογικά ποσοστά από το ΚΚΕ, ήταν αυτός που έδινε τον τόνο στην αριστερά, ενώ, από την εποχή Αλαβάνου και μετά, αρχίζει να διεκδικεί και έναν αυξανόμενο πολιτικό και όχι απλώς ιδεολογικό ρόλο, ως το think tank του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου.
Το ΚΚΕ, αντίστροφα, για να μπορέσει να διατηρηθεί και να διασωθεί η γραφειοκρατία του, ήταν υποχρεωμένο να μετακινηθεί σταδιακά από τη νεολαία και τα μεσοστρώματα και να αγκιστρωθεί στα λαϊκά στρώματα. Γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια, έχει μεταβάλει σε κέντρο βάρους της πολιτικής του τακτικής, το ΠΑΜΕ, τις κινητοποιήσεις για θέματα όπως η Χαλυβουργία, το Πέραμα, ενώ υιοθετεί παλιά «αριστερίστικα» συνθήματα του τύπου «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» κ.λπ. Στον βαθμό, δηλαδή, που τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι και τα «προοδευτικά» βόρεια προάστια μετακομίζουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ –και την ανεξαρτητοποιηθείσα συνιστώσα του, ΔΗ.ΜΑΡ– το ΚΚΕ πραγματοποιεί μία αντίστροφη κίνηση. Εξαιτίας δε του γεγονότος ότι η εργατική τάξη έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια, από την αποβιομηχανοποίηση και την είσοδο των μεταναστών, αυτή η φιλεργατική πολιτική εκφράζεται με μια όλο και μεγαλύτερη θεωρητική και ιδεολογική ακαμψία –επιστροφή στον Στάλιν, τον Ζαχαριάδη και τον αριστερισμό της δεκαετίας του ’70.  Η διαφορετική κοινωνική του σύνθεση το κάνει να κρατάει και μια άλλη στάση απέναντι στην κρίση που ζούμε σήμερα. Το ΚΚΕ, έχοντας τη μακρά και πικρή εμπειρία διώξεων, επαναστάσεων και ανατροπών ενενήντα χρόνων, γνωρίζει πολύ καλά πως δεν μπορείς να παίζεις με την επανάσταση, όπως κάνουν οι γόνοι των ανώτερων μεσοστρωμάτων. Γνωρίζει πολύ καλά πως μια καταστροφική επιτάχυνση της κρίσης θα πληρωθεί κατεξοχήν από τα λαϊκά στρώματα – παρότι, αυτά αγανακτισμένα, μοιάζουν να επιλέγουν τη λογική: «αφού έχουμε ήδη καταστραφεί, τι άλλο μπορούμε να πάθουμε». Το ΚΚΕ γνωρίζει ότι μπορούμε να πάθουμε πολύ χειρότερα, ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν ευρώ σε ξένες τράπεζες ώστε να προσδοκούν κέρδη με την επιστροφή στη δραχμή.
Όμως, η ακαμψία του και η ξύλινη γλώσσα του καταστρέφει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει άμεσα και πειστικά μ’ ένα λαό σε αναβρασμό. Έτσι, περιορίζεται στο να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και να υπενθυμίζει πως το λαϊκό κίνημα δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει την εξουσία, άποψη που μοιάζει να είναι ηττοπαθής και να ευνοεί την ακινησία για ένα μεγάλο ποσοστό των αγανακτισμένων.
Η άνοδος του Σύριζα
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, από την εποχή της «αλαβανικής μεταπολίτευσης», μοιάζει να έχει ούριο τον άνεμο. Ήδη από το 2007, από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, με τα επαναλαμβανόμενα σπασίματα τραπεζών και καταστημάτων κάθε Πέμπτη, για αρκετούς μήνες, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να προσανατολίζεται από τον παραδοσιακό παρα-σημιτικό εκσυγχρονισμό σε μια νέα αυτόνομη πολιτική. Γι’ αυτό και ο κεντρογενής Νίκος Κωνσταντόπουλος αντικαταστάθηκε από τον απόγονο ενός πολιτικού τζακιού, που είχε θητεύσει στην ΚΝΕ και τις Βρυξέλλες,  τον Αλέκο Αλαβάνο, τον άνθρωπο που εξέφρασε αυτό τον μετασχηματισμό. Τωόντι, μετά την πτώση του ΠΑΣΟΚ, το 2004, και την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε, σταδιακά, να εκφράζει πολύ πιο αποτελεσματικά, την αντιπολίτευση των δημοσίων υπαλλήλων των μεσαίων στρωμάτων και ιδιαίτερα των νεαρών,  απ’ ό,τι το ετοιμοθάνατο και εσωτερικά φθαρμένο ΠΑΣΟΚ: στη διάρκεια των χρόνων 2004-09, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται στον πρωταγωνιστή της διαμαρτυρίας και φτάνει δημοσκοπικά κάποια στιγμή, το 2008, να υπερκεράσει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ.
Τα πράγματα επιταχύνονται μετά την παγκόσμια κρίση του 2008. Το σύστημα του παρασιτικού εκσυγχρονισμού έχει μπει σε αθεράπευτη κρίση, το ΑΕΠ παύει να ανεβαίνει, οι διορισμοί στο δημόσιο φρακάρουν, τα πανεπιστήμια παύουν να προσλαμβάνουν τους αριστερούς διδάκτορες, τα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν επαρκούν πλέον, η ανεργία των νέων αρχίζει να διογκώνεται. Ο Αλαβάνος και η περί αυτόν ηγετική ομάδα αντιλαμβάνεται πως ένας νέος ριζοσπαστισμός διαπερνά τα μεσαία στρώματα –ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες– που δεν μπορούν να αναπαράγονται απρόσκοπτα, όπως κατά την υπέροχη σημιτική εποχή. Έτσι, με αφετηρία τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, μετακινείται προς τα αριστερά, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ενίσχυση των αριστερίστικων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Η πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση αυτής της στρατηγικής υπήρξε ο Δεκέμβρης του 2008, όταν, κάτω από την πολιτική ομπρέλα του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξεδιπλωθεί μια «μηδενιστική επανάσταση», έκφραση του αδιεξόδου μιας παρασιτικής κοινωνίας. Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτελεί και την οριστική αφετηρία αυτού του νέου ΣΥΡΙΖΑ. Η εξουσία βρίσκεται κυριολεκτικά στους δρόμους και η κατάληψή της δεν είναι πλέον ανέφικτη. Απαιτείται απλώς θάρρος και… κατάλληλοι πολιτικοί ελιγμοί. Με επικεφαλής τον Αλαβάνο και μαθητευόμενο αρχηγό τον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να πείθεται πως μπορεί δυνητικά να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ ως ο φορέας του πολιτικού κόμματος του «εκσυγχρονισμού», με αριστερότερο, κεϋνσιανό πρόσημο…
Η κρίση θα επιταχύνει τις εξελίξεις και θα επιβεβαιώσει αυτή τη νέα στρατηγική, έστω και αν ο Αλαβάνος έχει παραχωρήσει τη θέση του στον μαθητή του. Το ΠΑΣΟΚ είναι φθαρμένο και διεφθαρμένο μέχρι το μεδούλι και δεν μπορεί πλέον να εκφράσει τα μεσαία στρώματα που οδηγούνται στην καταστροφή. Είχε έρθει η ώρα του Αλέξη. Γι’ αυτό εξάλλου και το πιο μετριοπαθές τμήμα του Συνασπισμού, πιο κοντά ηλικιακά και κοινωνικά στο ΠΑΣΟΚ, θα αποφασίσει εν τέλει να εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ και να ιδρύσει τη ΔΗ.ΜΑΡ, κίνηση που επιτάχυνε την «αριστερόστροφη» μετεξέλιξη του υπόλοιπου ΣΥΡΙΖΑ.
«Μακιαβελισμός» ή υπευθυνότητα;
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στον ελληνικό λαό είναι εάν θα αναλάβει το ρίσκο να αναθέσει την εξουσία στο «οργισμένο ΠΑΣΟΚ», για να… θεραπευθεί οριστικά από την μεταπολιτευτική πασοκίτιδα. Δηλαδή, θα χρειαστεί η ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτές ή τις επόμενες εκλογές, για να καταδειχθεί πως μία αναδιανεμητική στρατηγική παρασιτικού χαρακτήρα, σε μια χώρα που υποφέρει από την έλλειψη παραγωγής, και περνάει μια σαρωτική κρίση, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα καθολικό αδιέξοδο και μια δραματική αποτυχία, με καταστρεπτικές συνέπειες για την ίδια την αριστερά;
Πάρα πολλοί φίλοι μάς καλούν να «δώσουμε μια ευκαιρία» στον ΣΥΡΙΖΑ, με μια οιονεί «μακιαβελική» πρόταση:  για να ολοκληρωθεί η υπέρβαση της μεταπολίτευσης, θα πρέπει να αποκαλυφθεί και ο τελευταίος εκφραστής του, ο Σύριζα, και να αναλάβει την πολιτική εξουσία, έστω και για κάποιους μήνες. Αν θέλαμε να κινηθούμε μικροκομματικά και οπορτουνιστικά, θα μπορούσαμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο. Επειδή όμως το διακύβευμα δεν είναι το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταστραφεί γρηγορότερα στην εξουσία, με «πολιτικά οφέλη» για μας, αλλά η τύχη της χώρας, γι’ αυτό και δεν είμαστε διατεθειμένοι να συναινέσουμε σε μια τέτοια στρατηγική. Προτιμούμε τον ξύλινο λόγο του ΚΚΕ –διότι εκφράζει, έστω και στρεβλά, τα συρρικνωμένα εργατικά στρώματα του λαού μας– από την πολυπράγμονα κινητικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που εκφράζει τα αεριτζίδικα μεσοστρώματα σε κρίση. Εξάλλου, σύντομα, οι ίδιες οι δυνάμεις που ακολουθούν το ΚΚΕ καθώς και οι αγανακτισμένοι που πείθονται από το ωραίο χαμόγελο του Αλέξη, θα υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να εγκαινιάσουν μια νέα επώδυνη αλλά αυθεντική πορεία. Όταν υποστηρίζουμε πως ζούμε το τέλος της μεταπολίτευσης, το εννοούμε για όλους. Σ’ αυτές τις εκλογές λοιπόν, πιο κοντά με την παλιά μου συντρόφισσα… Αλέκα. Και για να μιλήσουμε «πολιτισμικά», προτιμούμε τις συνοικιακές καφετέριες και τα σουβλατζίδικα, από τα in μπαρ του Κολωνακίου και των Εξαρχείων.
6 Ιουνίου 2012