Αλέξης ή Αλέκα…
του Γιώργου Καραμπελιά
Σε πολλούς είναι γνωστή η αντίθεσή μου με το ΚΚΕ, που χρονολογείται εδώ και πάνω από σαράντα πέντε χρόνια, από το 1966. Άλλο τόσο διαρκεί και η αντίθεσή μου με το ΚΚΕεσ., από τη στιγμή της ίδρυσής του, το 1968. Στην πολιτική και ιδεολογική μου διαδρομή, ήρθα πολλές φορές σε σύγκρουση τόσο με τους πρώτους όσο και με τους δεύτερους. Όσο υπήρχε η Σοβιετική Ένωση και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» του κρατικού καπιταλισμού, το κύριο μέτωπο εν τοις πράγμασι ήταν με το σοβιετόφιλο ΚΚΕ και τις πρακτικές του. Και οι παλιότεροι γνωρίζουν τις αναρίθμητες συκοφαντίες και επιθέσεις του ΚΚΕ εναντίον μου.
Το δίπολο της αριστεράς
Ωστόσο, από την εποχή της λεγόμενης περεστρόικα και στο εξής –η οποία οδήγησε προς στιγμή, και στην Ελλάδα, σε μια ενοποίηση των άσπονδων εχθρών στον ενιαίο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, το 1988-91–, η κατάσταση μεταβάλλεται. Η Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ καταρρέει, το ΚΚΕ αποψιλώνεται από τα πιο σύγχρονα μεσοστρωματικά στελέχη του, και ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ συγκροτείται ως ένα νέο μόρφωμα που περιλαμβάνει το εκσυγχρονιστικό ΚΚΕ και το ΚΚΕεσ. Η Δαμανάκη, ο Λαφαζάνης, ο Αλαβάνος, ο Δραγασάκης, ο νεαρός Τσίπρας προέρχονται όλοι από το ΚΚΕ, το οποίο, στη διάσπαση του 1991, απογυμνώνεται από την πλειοψηφία των μέχρι τότε προβεβλημένων στελεχών του, τα οποία συγχωνεύονται σε ένα νέο μόρφωμα με τους προερχόμενους από το ΚΚΕεσ. – Βούτσης, Παπαδημούλης, Κωνσταντόπουλος, Κουβέλης. Το ΚΚΕ περιορίζεται στους ηλικιωμένους της Εθνικής Αντίστασης –που σταδιακά εκλείπουν–, σε μια περαστική από τις τάξεις του νεολαία –οι Κνίτες έχουν ελάχιστο χρόνο ζωής στο κόμμα– και ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, μικρομεσαίων και εργατικών. Αντίθετα, ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ (μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ), εκπροσωπεί κατεξοχήν τα μεσαία στρώματα του δημοσιοϋπαλληλικού τομέα, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, τις ΔΕΚΟ, τις τράπεζες, τα ανώτερα μεσαία στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών –αρχιτέκτονες, μηχανικοί– και κατ’ εξοχήν τους διανοουμένους. Συνέβη δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που είχε συμβεί στην πρώην Σοβιετική Ένωση και τις λοιπές ανατολικές χώρες. Τα νεαρά διευθυντικά στελέχη της Κομσομόλ και του σοβιετικού κόμματος, οι αίλουροι νεαροί, μεταβλήθηκαν στα νέα ηγετικά στρώματα της μετά την περεστρόικα περίοδο, ενώ στο Κομμουνιστικό Κόμμα έμεινε ο Τζουγκάνοφ, ο Γκίζι και ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Έτσι και οι διψασμένοι για εξουσία νεαροί κνίτες της δεκαετίας του 1970 και 1980, που κάποτε υμνούσαν το σοβιετικό στρατόπεδο, πείστηκαν πλέον πως θα έπρεπε να επενδύσουν, για το μέλλον τους, μάλλον στις… Βρυξέλλες. Γι’ αυτό και πολλοί από αυτούς προχώρησαν και πέρα από τον Συνασπισμό, περνώντας στο ΠΑΣΟΚ, όπως η Δαμανάκη, ο Λοβέρδος, ο Ανδρουλάκης ή, προσεκτικότερα, ο Κοτζιάς. Στο ΚΚΕ έμειναν στελέχη μεγαλύτερης ηλικίας και μικρότερων προσδοκιών, αγκιστρωμένα στην αναπαραγωγή του μηχανισμού.
Είναι προφανές, με βάση αυτή την ανάλυση, πού βρισκόταν η δυναμική. Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ-ΣΥΡΙΖΑ, σε όλη την περίοδο των είκοσι χρόνων που ακολούθησε, εξέφρασε την αριστερά της παγκοσμιοποίησης σε όλες τις εκδοχές της: από την πλέον ενσωματωμένη στο σύστημα (καθηγητές πανεπιστημίων, υπεύθυνοι εταιρειών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, κ.λπ.) έως την πλέον «αμφισβητησιακή» (οι αριστερίστικες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ).Η τελευταία στρατολογούνταν συχνά από τους γόνους των ενσωματωμένων πατεράδων, αλλά έμεναν και αυτοί πιστοί στις αξίες του κοσμοπολιτισμού και «διεθνισμού». Γι’ αυτό, εξάλλου, όλα τα προηγούμενα χρόνια, και ιδιαίτερα στον κομβικό Δεκέμβρη του 2008, επέμεναν στο σχήμα της συμμαχίας Εξαρχείων-Κολωνακίου. Παρότι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε μικρότερα εκλογικά ποσοστά από το ΚΚΕ, ήταν αυτός που έδινε τον τόνο στην αριστερά, ενώ, από την εποχή Αλαβάνου και μετά, αρχίζει να διεκδικεί και έναν αυξανόμενο πολιτικό και όχι απλώς ιδεολογικό ρόλο, ως το think tank του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου.
Το ΚΚΕ, αντίστροφα, για να μπορέσει να διατηρηθεί και να διασωθεί η γραφειοκρατία του, ήταν υποχρεωμένο να μετακινηθεί σταδιακά από τη νεολαία και τα μεσοστρώματα και να αγκιστρωθεί στα λαϊκά στρώματα. Γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια, έχει μεταβάλει σε κέντρο βάρους της πολιτικής του τακτικής, το ΠΑΜΕ, τις κινητοποιήσεις για θέματα όπως η Χαλυβουργία, το Πέραμα, ενώ υιοθετεί παλιά «αριστερίστικα» συνθήματα του τύπου «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» κ.λπ. Στον βαθμό, δηλαδή, που τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι και τα «προοδευτικά» βόρεια προάστια μετακομίζουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ –και την ανεξαρτητοποιηθείσα συνιστώσα του, ΔΗ.ΜΑΡ– το ΚΚΕ πραγματοποιεί μία αντίστροφη κίνηση. Εξαιτίας δε του γεγονότος ότι η εργατική τάξη έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια, από την αποβιομηχανοποίηση και την είσοδο των μεταναστών, αυτή η φιλεργατική πολιτική εκφράζεται με μια όλο και μεγαλύτερη θεωρητική και ιδεολογική ακαμψία –επιστροφή στον Στάλιν, τον Ζαχαριάδη και τον αριστερισμό της δεκαετίας του ’70. Η διαφορετική κοινωνική του σύνθεση το κάνει να κρατάει και μια άλλη στάση απέναντι στην κρίση που ζούμε σήμερα. Το ΚΚΕ, έχοντας τη μακρά και πικρή εμπειρία διώξεων, επαναστάσεων και ανατροπών ενενήντα χρόνων, γνωρίζει πολύ καλά πως δεν μπορείς να παίζεις με την επανάσταση, όπως κάνουν οι γόνοι των ανώτερων μεσοστρωμάτων. Γνωρίζει πολύ καλά πως μια καταστροφική επιτάχυνση της κρίσης θα πληρωθεί κατεξοχήν από τα λαϊκά στρώματα – παρότι, αυτά αγανακτισμένα, μοιάζουν να επιλέγουν τη λογική: «αφού έχουμε ήδη καταστραφεί, τι άλλο μπορούμε να πάθουμε». Το ΚΚΕ γνωρίζει ότι μπορούμε να πάθουμε πολύ χειρότερα, ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν ευρώ σε ξένες τράπεζες ώστε να προσδοκούν κέρδη με την επιστροφή στη δραχμή.
Όμως, η ακαμψία του και η ξύλινη γλώσσα του καταστρέφει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει άμεσα και πειστικά μ’ ένα λαό σε αναβρασμό. Έτσι, περιορίζεται στο να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και να υπενθυμίζει πως το λαϊκό κίνημα δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει την εξουσία, άποψη που μοιάζει να είναι ηττοπαθής και να ευνοεί την ακινησία για ένα μεγάλο ποσοστό των αγανακτισμένων.
Η άνοδος του Σύριζα
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, από την εποχή της «αλαβανικής μεταπολίτευσης», μοιάζει να έχει ούριο τον άνεμο. Ήδη από το 2007, από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, με τα επαναλαμβανόμενα σπασίματα τραπεζών και καταστημάτων κάθε Πέμπτη, για αρκετούς μήνες, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να προσανατολίζεται από τον παραδοσιακό παρα-σημιτικό εκσυγχρονισμό σε μια νέα αυτόνομη πολιτική. Γι’ αυτό και ο κεντρογενής Νίκος Κωνσταντόπουλος αντικαταστάθηκε από τον απόγονο ενός πολιτικού τζακιού, που είχε θητεύσει στην ΚΝΕ και τις Βρυξέλλες, τον Αλέκο Αλαβάνο, τον άνθρωπο που εξέφρασε αυτό τον μετασχηματισμό. Τωόντι, μετά την πτώση του ΠΑΣΟΚ, το 2004, και την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε, σταδιακά, να εκφράζει πολύ πιο αποτελεσματικά, την αντιπολίτευση των δημοσίων υπαλλήλων των μεσαίων στρωμάτων και ιδιαίτερα των νεαρών, απ’ ό,τι το ετοιμοθάνατο και εσωτερικά φθαρμένο ΠΑΣΟΚ: στη διάρκεια των χρόνων 2004-09, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται στον πρωταγωνιστή της διαμαρτυρίας και φτάνει δημοσκοπικά κάποια στιγμή, το 2008, να υπερκεράσει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ.
Τα πράγματα επιταχύνονται μετά την παγκόσμια κρίση του 2008. Το σύστημα του παρασιτικού εκσυγχρονισμού έχει μπει σε αθεράπευτη κρίση, το ΑΕΠ παύει να ανεβαίνει, οι διορισμοί στο δημόσιο φρακάρουν, τα πανεπιστήμια παύουν να προσλαμβάνουν τους αριστερούς διδάκτορες, τα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν επαρκούν πλέον, η ανεργία των νέων αρχίζει να διογκώνεται. Ο Αλαβάνος και η περί αυτόν ηγετική ομάδα αντιλαμβάνεται πως ένας νέος ριζοσπαστισμός διαπερνά τα μεσαία στρώματα –ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες– που δεν μπορούν να αναπαράγονται απρόσκοπτα, όπως κατά την υπέροχη σημιτική εποχή. Έτσι, με αφετηρία τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, μετακινείται προς τα αριστερά, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ενίσχυση των αριστερίστικων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Η πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση αυτής της στρατηγικής υπήρξε ο Δεκέμβρης του 2008, όταν, κάτω από την πολιτική ομπρέλα του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξεδιπλωθεί μια «μηδενιστική επανάσταση», έκφραση του αδιεξόδου μιας παρασιτικής κοινωνίας. Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτελεί και την οριστική αφετηρία αυτού του νέου ΣΥΡΙΖΑ. Η εξουσία βρίσκεται κυριολεκτικά στους δρόμους και η κατάληψή της δεν είναι πλέον ανέφικτη. Απαιτείται απλώς θάρρος και… κατάλληλοι πολιτικοί ελιγμοί. Με επικεφαλής τον Αλαβάνο και μαθητευόμενο αρχηγό τον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να πείθεται πως μπορεί δυνητικά να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ ως ο φορέας του πολιτικού κόμματος του «εκσυγχρονισμού», με αριστερότερο, κεϋνσιανό πρόσημο…
Η κρίση θα επιταχύνει τις εξελίξεις και θα επιβεβαιώσει αυτή τη νέα στρατηγική, έστω και αν ο Αλαβάνος έχει παραχωρήσει τη θέση του στον μαθητή του. Το ΠΑΣΟΚ είναι φθαρμένο και διεφθαρμένο μέχρι το μεδούλι και δεν μπορεί πλέον να εκφράσει τα μεσαία στρώματα που οδηγούνται στην καταστροφή. Είχε έρθει η ώρα του Αλέξη. Γι’ αυτό εξάλλου και το πιο μετριοπαθές τμήμα του Συνασπισμού, πιο κοντά ηλικιακά και κοινωνικά στο ΠΑΣΟΚ, θα αποφασίσει εν τέλει να εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ και να ιδρύσει τη ΔΗ.ΜΑΡ, κίνηση που επιτάχυνε την «αριστερόστροφη» μετεξέλιξη του υπόλοιπου ΣΥΡΙΖΑ.
«Μακιαβελισμός» ή υπευθυνότητα;
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στον ελληνικό λαό είναι εάν θα αναλάβει το ρίσκο να αναθέσει την εξουσία στο «οργισμένο ΠΑΣΟΚ», για να… θεραπευθεί οριστικά από την μεταπολιτευτική πασοκίτιδα. Δηλαδή, θα χρειαστεί η ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτές ή τις επόμενες εκλογές, για να καταδειχθεί πως μία αναδιανεμητική στρατηγική παρασιτικού χαρακτήρα, σε μια χώρα που υποφέρει από την έλλειψη παραγωγής, και περνάει μια σαρωτική κρίση, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα καθολικό αδιέξοδο και μια δραματική αποτυχία, με καταστρεπτικές συνέπειες για την ίδια την αριστερά;
Πάρα πολλοί φίλοι μάς καλούν να «δώσουμε μια ευκαιρία» στον ΣΥΡΙΖΑ, με μια οιονεί «μακιαβελική» πρόταση: για να ολοκληρωθεί η υπέρβαση της μεταπολίτευσης, θα πρέπει να αποκαλυφθεί και ο τελευταίος εκφραστής του, ο Σύριζα, και να αναλάβει την πολιτική εξουσία, έστω και για κάποιους μήνες. Αν θέλαμε να κινηθούμε μικροκομματικά και οπορτουνιστικά, θα μπορούσαμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο. Επειδή όμως το διακύβευμα δεν είναι το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταστραφεί γρηγορότερα στην εξουσία, με «πολιτικά οφέλη» για μας, αλλά η τύχη της χώρας, γι’ αυτό και δεν είμαστε διατεθειμένοι να συναινέσουμε σε μια τέτοια στρατηγική. Προτιμούμε τον ξύλινο λόγο του ΚΚΕ –διότι εκφράζει, έστω και στρεβλά, τα συρρικνωμένα εργατικά στρώματα του λαού μας– από την πολυπράγμονα κινητικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που εκφράζει τα αεριτζίδικα μεσοστρώματα σε κρίση. Εξάλλου, σύντομα, οι ίδιες οι δυνάμεις που ακολουθούν το ΚΚΕ καθώς και οι αγανακτισμένοι που πείθονται από το ωραίο χαμόγελο του Αλέξη, θα υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να εγκαινιάσουν μια νέα επώδυνη αλλά αυθεντική πορεία. Όταν υποστηρίζουμε πως ζούμε το τέλος της μεταπολίτευσης, το εννοούμε για όλους. Σ’ αυτές τις εκλογές λοιπόν, πιο κοντά με την παλιά μου συντρόφισσα… Αλέκα. Και για να μιλήσουμε «πολιτισμικά», προτιμούμε τις συνοικιακές καφετέριες και τα σουβλατζίδικα, από τα in μπαρ του Κολωνακίου και των Εξαρχείων.
6 Ιουνίου 2012