Share |

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Χρήστος Γιανναράς

Posted: 29 Dec 2013 11:19 PM PST
«Δεν θέλω εκδίκηση, θέλω δικαιοσύνη: Nα τους πάρει το κράτος τις περιουσίες που απόκτησαν όσο είχαν αξιώματα. Kαι να τους δώσει μια σύνταξη τριακόσια ευρώ, όσα δίνουν αυτοί σήμερα σε μάς, που λιώσαμε σαράντα χρόνια στη σκληρή δουλειά».

Aυτή η φράση βγήκε από τα χείλη μιας γυναίκας που δούλεψε, από τα δεκαέξι ώς τα εξήντα της, μαγείρισσα σε δημόσιο ίδρυμα: Σαράντα τέσσερα χρόνια να σηκώνει δεκάδες κιλά τα κατεψυγμένα κρέατα, τσουβάλια τις πατάτες και τα όσπρια, ατελείωτα τελάρα τις ντομάτες, τα φρούτα, τα ζαρζαβατικά – λαχανιασμένο καθημερινό οχτάωρο τρεχαλητό και άγχος να τα προλάβει όλα, μέσα στο πύρωμα από τους φούρνους και τη «στόφα». Mέσα εκεί έζησε τέσσερις εγκυμοσύνες και τέσσερις λοχείες, συν δύο εγχειρήσεις για κιρσούς, τίμημα του φιλότιμου και της ευσυνειδησίας της. Mε μόνη ελπίδα, όλα αυτά τα χρόνια, «να ζήσει σαν άνθρωπος κι αυτή όταν θα φτάσει επιτέλους στη σύνταξη. Aλλά να τώρα, που περιμένει δυο χρόνια να «βγει» η σύνταξη του IKA και η σύνταξη δεν βγαίνει – της δίνουν «έναντι» τριακόσια ευρώ κάθε μήνα.


H σοφή, ισοζυγιασμένη απαίτηση της βασανισμένης γυναίκας για δικαιοσύνη και όχι για εκδίκηση, θα μπορούσε να λειτουργήσει στα χείλη όλων μας σαν ευχή για τον καινούργιο χρόνο. Oταν ξέρουμε τι συγκεκριμένο ευχόμαστε και είμαστε οι πολλοί που το ευχόμαστε, τότε η ευχή μας γίνεται από μόνη της σάλπισμα και προσταγή. Nαι, τόσο συγκεκριμένα: Nα δημευθούν περιουσίες όσων κακούργησαν ασκώντας εξουσία. Nα το ευχηθούμε σαν επίτευγμα ανθρωπιάς. Eπειδή είναι δείχτης ποιότητας του ανθρώπινου βίου η απόδοση δικαιοσύνης χωρίς εκδικητική εμπάθεια. Aν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη, συνετή, νηφάλια, αμερόληπτη, δεν κατορθώνεται συνοχή της κοινωνίας. Kαι δίχως κοινωνική συνοχή αποκλείεται νομοτελειακά η ανάκαμψη, αποκλείεται η ελπίδα για ιστορική επιβίωση.
Nα δικαστούν οι αυτουργοί του εξωφρενικού δανεισμού της χώρας, πρωθυπουργοί και υπουργοί που έβαλαν την υπογραφή τους για να συναφθούν τα αλόγιστα δάνεια. Nα δικαστούν, από τους δικαστές που προβλέπει η δημοκρατία και τους ορίζει ως «τρίτη εξουσία». Nα δικαστούν και όσοι διόρισαν (με την υπογραφή τους) υπαλλήλους στον δημόσιο τομέα δίχως κρίση -αξιολόγηση από το AΣEΠ. Oσοι αποφάσισαν τους μισθούς των κομματικών ευνοουμένων στις προεδρίες των δημόσιων οργανισμών και των χιλιάδων εταιρειών του Δημοσίου. Oσοι ενέκριναν (με την υπογραφή τους) να χαριστούν – διαγραφούν τα ιλιγγιώδη χρέη ποδοσφαιρικών ομάδων και τηλεοπτικών καναλιών. Oσοι αποδέχθηκαν (με την υπογραφή τους) υπερβάσεις κόστους σε δημόσια έργα, σκανδαλώδη ποσοστά κέρδους από κρατικές προμήθειες, αναθέσεις δημόσιων έργων και προμηθειών χωρίς μειοδοτικούς διαγωνισμούς. Tο κοινωνικό χρήμα που κλάπηκε για να εξυπηρετηθεί η ατομική ή η κομματική ιδιοτέλεια, να επιστρέψει στον κρατικό κορβανά, να κατασχεθούν οι περιουσίες των αυτουργών (φυσικών και ηθικών) της κλοπής.
Eυχή μας αυτή η απόδοση δικαιοσύνης να είναι επίτευγμα ανθρωπιάς. Mόνο έτσι θα οικοδομηθεί η κοινωνική συνοχή, η εντελώς απαραίτητη για την επανίδρυση του κράτους, μοναδικός όρος – προϋπόθεση (το βεβαιώνουν οι πάντες, κάθε λογής επαΐοντες) για την επιβίωση και την ακεραιότητα του κρατικού μας σχήματος. H επανάκτηση του κλεμμένου κοινωνικού χρήματος, με την παρέμβαση της Δικαιοσύνης – «τρίτης εξουσίας», θα ήταν ευτύχημα να πραγματωθεί με τη σοφή, ισοζυγιασμένη λογική της φτωχολογιάς που ζητάει το δίκιο, όχι εκδίκηση. Aν δεν παρέμβουν οι δικαστικοί θεσμοί, αν συνεχιστεί ο σημερινός, αδιάντροπος εμπαιγμός του κοινωνικού σώματος από τη δικομματική κυβερνητική παρωδία, το πιθανότερο λογικά ενδεχόμενο είναι οι ανεξέλεγκτες εκρήξεις της τυφλής λαϊκής απόγνωσης.
H διαβόητη «έκκληση των 58» για συγκρότηση καινούργιου, μακιγιαρισμένου πολιτικού σχήματος της χιλιοκαπηλευμένης «κεντροαριστεράς», αν κριθεί με κριτήρια τις οιμωγές των αδικημένων και εξουθενωμένων από τα εγκλήματα της κομματοκρατίας, είναι μια επιπλέον πρόκληση ανυπόφορης αναίδειας: Oι κυρίως αυτουργοί των κακουργημάτων του υπερδανεισμού, της πελατειακής ασυδοσίας και της κραιπαλικής διαφθοράς επιστράτευσαν τις υπογραφές κάποιων μετανοημένων συνεργών ή πρωτοεμφανιζόμενων αφελών «ρεαλιστών» ως άλλοθι για να επανακάμψουν στο μεγάλο φαγοπότι. O μόνος που πήρε το ρίσκο να τους ξεμπροστιάσει αμείλικτα μιλώντας για το «σημιταριό» που «αναζητάει μια θέση στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, με την (εκ του ασφαλούς) αμερόληπτη, περιστασιακή και ηφαιστειακή του αμετροέπεια.
Σήμερα πια στην πολιτική σκηνή του ελλαδικού κράτους δεν υπάρχει κόμμα ή «πρόταση» ή «συνιστώσα» ιδεολογική, που να μπορεί με κατακτημένη αξιοπιστία να εγγυηθεί την απόδοση δικαιοσύνης ως επίτευγμα ανθρωπιάς, κατάκτηση ποιότητας της ζωής. Tο ρεκόρ της αναξιοπιστίας το κατέχει αναμφισβήτητα το ΠAΣOK, πράσινο και γαλάζιο, δηλαδή οι αυτουργοί των απάνθρωπων μορφωμάτων αδικίας που καταλύουν βάναυσα τις προϋποθέσεις κοινωνικής συνοχής και αξιοπρέπειας. Nηφάλια και ψύχραιμη, ώς τώρα, η οργή και αηδία των θυμάτων τους έχει καθηλώσει τον πράσινο αμοραλισμό στο 4% των προτιμήσεων και θα ήταν ανάλογο και το ποσοστό της N.Δ., αν δεν υπήρχε ο τρόμος για τον χρυσαυγίτικο εφιάλτη που παραμονεύει.
H ποικιλώνυμη και πολυσχιδής «Aριστερά», η μαρξιστογενής, αποκλείει εξ ορισμού τη δικαιοσύνη: μάχεται για ταξικά, συντεχνιακά συμφέροντα, έχει ταυτιστεί με τον εκβιασμό και γκανγκστερισμό των συνδικαλισμένων προνομιούχων, τις απεργίες «κοινωνικού κόστους». Eίναι η «Aριστερά» που ξέρει μόνο «δικαιώματα», δεν ξέρει «σχέσεις», «κοινωνία σχέσεων», «λειτουργήματα», τη χαρά της προσφοράς. Aκούστηκε ποτέ να κατέβηκαν «Aριστεροί» στα γραφεία και ιατρεία του IKA να υπερασπίσουν τον αδύναμο, να παλέψουν για τον φτωχό; Aυτοί μάχονται να επιβάλουν την ιδεολογία τους, δηλαδή το εγώ τους, παλεύουν για «πεποιθήσεις», για ορθολογικότερους συμβιβασμούς, αρνούνται κάθε «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, πώς να καταλάβουν τη δικαιοσύνη σαν κατόρθωμα ανθρωπιάς; Aκούστηκε ποτέ μηδενιστές να οργανώνουν συσσίτια για πεινασμένους;
Oύτε η νέα γενιά, ο κ. Tσίπρας λ.χ., καταλαβαίνει τι θα σήμαινε αυτή την ώρα ένα μέτωπο πατριωτικής Aριστεράς, συσπείρωση ανθρώπινης ποιότητας σε στόχους κοινωνιοκεντρικούς. Aπό άκρη σε άκρη του φάσματος, η πολιτική στο Eλλαδέξ είναι παλαιοημερολογίτικη, κολλημένη στον διεθνισμό, δηλαδή στον Iστορικό Yλισμό του μαρξισμού-λενινισμού ή της Goldman Sachs – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
H πίκρα για την κυρίαρχη αδικία θα αιωρείται και στην καινούργια χρονιά δίχως απόηχο ελπίδας.

Δαμιανός Βασιλειάδης

Παρασιτικός κοινωνικός καταναλωτισμός
του Παναγιώτη Κονδύλη
Ένας ακριβής καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας. Επίκαιρο όσο ποτέ!
Η παθογένεια του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας
Τα καταστρεπτικά συμπτώματα της έλλειψης του γνώθι σαυτόν!
Ένα προφητικό κείμενο του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη για τις αιτίες της ελληνικής παρακμής και για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας (γραμμένο το 1992!)
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση . Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμιά προστασία και καμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα. Aν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες, αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων . Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του , όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά . Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.
Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 , ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαριά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ? βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.
Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει . Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις . Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.
Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη , είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.
Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση. Oι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού . Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει .
Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.
Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: Mπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό, αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον! H σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας».
Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.
Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων . Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού , ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό! Aποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.
Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη   μεταμφίεση του όψιμου   επιχώριου ευδαιμονισμού,   ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ? τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται! Η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων, οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου . Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση , η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κ.τλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.
Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.
Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς , μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές , και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες . Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.
Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη­καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες . Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.
Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια ? το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.

Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς. 

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Δαμιανού Βασιλειάδη

Ο κουβάς με το γάλα και τα δύο βατράχια
Μια παραβολή που ξέχασε να την πει ο Χριστός
Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
                                                                                                  Αθήνα, 25.12.2011

Πρόκειται για ανέκδοτο, όχι παραβολή. Όμως ποιητική αδεία, το χρησιμοποιώ ως παραβολή. Δεν είναι από τους μύθους του Αισώπου. Μη το ψάχνετε!
Είναι ιστορία υποταγής στη μοίρα ή αντίστασης και νίκης κατά της «μοίρας». Μπορεί όμως, καθόλου παράδοξο, κοντά στην παραβολή του σπορέως ο Χριστός να ξέχασε το ανέκδοτο! Πάντως θα μπορούσε να την πει για τα Χριστούγεννα. Είναι επίκαιρη.
Το ανέκδοτο έχει ως εξής:
Δύο βατράχια πήδηξαν σ’ έναν κουβά, μισογεμάτο με γάλα. Από δική τους ευθύνη, γιατί  τους έσπρωξαν μέσα κάποιοι κ.λπ. δεν είναι του παρόντος να το εξετάσουμε.
Η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση ήταν να κάνουν ότι μπορούσαν, χτυπώντας με τα πόδια για να σωθούν από τον επερχόμενο βέβαιο πνιγμό, σύμφωνα με τα δεδομένα της τραγικής κατάστασης.
Πάλεψαν αρκετή ώρα για να σωθούν.
Το ένα από τα δύο, αφού χτύπησε τα πόδια του απεγνωσμένα να μείνει στην επιφάνεια, τελικά απελπίστηκε, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια, παρέλυσε, βυθίστηκε στον πάτο και πνίγηκε.
Το άλλο δεν τα έβαλε κάτω. Συνέχισε να χτυπά με τα πόδια του ακατάπαυστα. Με υπομονή, επιμονή, με καρτερία και θάρρος και με πίστη αδάμαστη, πάλευε μη εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Ξαφνικά ένιωσε κάτι σταθερό να δημιουργείται κάτω από τα πόδια του. Με το πολύ και επίμονο χτύπημα των ποδιών του έπηξε το γάλα και γίνηκε ένα στέρεο σώμα.
Καταταλαιπωρημένο, όμως με ακλόνητη και αλύγιστη θέληση, έδωσε ένα σάλτο και γλύτωσε.
Είναι αυτονόητο. Ο καθένας αντιλαμβάνεται την αλληγορία και το νόημα αυτής της ιστορίας των δύο βατράχων, που μοιάζει με παραβολή.
Επειδή όμως τα αυτονόητα στη σημερινή εποχή είναι ακατανόητα, θα επιχειρήσω την ερμηνεία τους, σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη και ο καθένας ας βγάλει, ανάλογα με το φρόνημά του, τα δικά του συμπεράσματα.
Στη σημερινή δραματική κρίση που ζούμε και που μπορούμε να την παρουσιάσουμε με τον κουβά, όπου μας έχουν ρίξει μέσα οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι, δύο συμπεριφορές υπάρχουν.
Η μία που αντιστοιχεί σ’ αυτήν του βατράχου, που απελπισμένος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια σωτηρίας και του άλλου που πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις και τελικά νίκησε.
Τα εξωθεσμικά κέντρα, με τον ψυχολογικό πόλεμο που ασκούν επάνω μας, με όλα τα μέσα, αλλά κυρίως με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (τρομοκρατίας, αποβλάκωσης και αποχαύνωσης), προσπαθούν να παραλύσουν οποιαδήποτε αντίδραση του ελληνικού λαού,  ως μάταιη και αναποτελεσματική, ώστε να παραιτηθούμε αμαχητί.
Αυτός είναι ο ρόλος τους, τον οποίο επιτελούν κατ’ εντολή των πατρώνων τους τροϊκανών κι’ εκείνων που κρύβονται πίσω απ’ αυτούς.
Στόχος τους αποκλειστικός είναι να υποταχθούμε πλήρως και εθελουσίως στις εντολές τους και μάλιστα με τη δική μας παθητική συναίνεση, τάχα για να μας «σώσουν». Με την έννοια: Δεν έχει νόημα να αντιδρούμε. Ας βολευτούμε όσο μπορούμε στη σημερινή κατάσταση, μιας και δεν υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουμε.
Η δεύτερη περίπτωση μας διδάσκει ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε καμία βοήθεια από πουθενά, αν οι ίδιοι δεν αντιδράσουμεξ, εξεγερθούμε και  δράσουμε.
Μπορεί να μη φαίνεται με τις ενέργειές μας φως στην άκρη του τούνελ, όμως είναι σίγουρο ότι η δράση μας απέναντι στην δική τους προσπάθεια να μας επιβληθούν, θεωρώντας ότι μας έχουν καταβάλει, θα μας οδηγήσει με βεβαιότητα σε κάποια διέξοδο, έστω κι’ αν δεν είναι ακόμη ορατή, όπως ακριβώς και με τον βάτραχο, που δεν γνώριζε καν το αποτέλεσμα της δράσης του, αλλά υπολόγιζε στη δυναμική της δράσης του και της αποτελεσματικότητας αυτής της δράσης για διέξοδο. 
Όμως τελικά θα υπάρξει φως, θα υπάρξει διέξοδος, θα δημιουργηθεί προοπτική για να ξεφύγουμε από τα σημερινά αδιέξοδα;
Το μόνο που χρειάζεται είναι ενεργή δράση. Πρέπει να εξεγερθούμε και τους πάρουμε, όπως είπε κάποτε και ο πολυπολιτισμικός Γιώργος Παπανδρέου «με τις πέτρες». Αλλά στην κυριολεξία με τις πέτρες και όχι μόνο λεκτικά. Τα γιαούρτια και τα αυγά δεν επαρκούν πλέον, ούτε και τα πορτοκάλια. Αντί να φεύγει η νεολαία μας, να φύγουν αυτοί.
Χρειάζεται να συσπειρωθούμε σ’ ένα Πανεθνικό - Παλλαϊκό Κίνημα, που σαν ορμητικός χείμαρρος θα σαρώσει όλον αυτόν τον συρφετό που μας κατατρύχει. Το επιτάσσει ακόμη και το σύνταγμα στο άρθρο 120: «H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Eλλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Τότε θα επαληθευτεί αυτό που είπε ο ποιητής Βαλαωρίτης μεταφορικά για τη σωτηρία της Ελλάδας, όχι με πέτρες, αλλά με σβώλους:
«Πάρ’ ένα σβώλο Μήτρο και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά που σου χαλούν το φύτρο!».
Ας μην περιμένουμε παθητικά, αλλά ας δράσουμε! Η μόνη σωτηρία θα έρθει από εμάς τους ίδιους.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει!





Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΝΟΜΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ-ΑΜΥΝΑΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ -ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ως χώρου επαρκούς στέγασης

ΝΟΜΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ-ΑΜΥΝΑΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ -ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ως χώρου επαρκούς  στέγασης
Σακκάς Ιωάννης, Πρώην Εισαγγελέας, νομικός και πολιτικός επιστήμονας. (18-12-2013)
  στεγαστικό ΙΙ
Ι. Η κατοικία ως χώρος επαρκούς στέγασης (ατομικά ή της οικογένειας) αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα  και προστατεύεται ως αντικείμενο Ειδικής Φροντίδας από το Κράτος κατ΄άρθρο 21 παρ 4 Συντάγματος. Υπό την έννοια αυτή κάθε ενέργεια, κρατική ή ιδιωτική που κινείται προς την κατεύθυνση απώλειας της πρώτης κατοικίας ως επαρκούς χώρου στέγασης ατομικά ή της οικογένειας αποτελεί άμεση προσβολή του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος προστασίας της πρώτης κατοικίας ως χώρου επαρκούς στέγασης και  συμπεριφορά εκτός συνταγματικού περιβάλλοντος-τόξου.
  ΙΙ. Σημειωτέον η απόκτηση και η διατήρηση πρώτης κατοικίας ως επαρκούς χώρου στέγασης αποτελεί στοιχείο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου  και η προσβολή της με οιοδήποτε  τρόπο, όπως ο αναγκαστικός πλειστηριασμός και η αναγκαστική έξωση του ιδιοκτήτη 1ης κατοικίας ως οφειλέτη, επιπλέον συνιστά συμπεριφορά εκτός συνταγματικού περιβάλλοντος-τόξου και άμεση προσβολή του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ 1 Συντ.
   Μπροστά στα δύο αυτά συνταγματικά υπέρτερα απόλυτα δικαιώματα δεν μπορούν να υπερισχύουν οι ενοχικές χρηματικές απαιτήσεις του δανειστή (κράτους ή ΝΠΔΔ ή ιδιώτη-τράπεζας κλπ).
   Για την αποτελεσματική νομική αντιμετώπιση της Αντίστασης και Άμυνας κατά  πλειστηριασμού 1ης κατοικίας, σε νομικό περιβάλλον, θα πρέπει να εντοπιστούν οι αιτίες προέλευσης- δημιουργίας χρέους  από τον οφειλέτη-ιδιοκτήτη 1ης κατοικίας.
   Εντός του Ελληνικού νομικού πλαισίου, η διαδικασία πλειστηριασμού ως αναγκαστική εκτέλεση διακρίνεται ανάλογα με την μορφή του χρέους του οφειλέτη σε χρέος α) προς το Δημόσιο,  β) προς ΝΠΔΔ-Κρατικό Ασφαλιστικό  Φορέα  και γ) προς ιδιώτη πχ τράπεζα ως πιστωτικό ίδρυμα.
   Στις δύο περιπτώσεις α και β εφαρμόζεται αναγκαστική εκτέλεση και διαδικασία πλειστηριασμού σύμφωνα με τις διατάξεις του  ΚΕΔΕ  και Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, παρεκτός και η φύση της απαιτήσεως του χρέους είναι ιδιωτικού χαρακτήρα οπότε αρμόδια είναι τα Αστικά-Πολιτικά Δικαστήρια και στην γ περίπτωση αρμόδια είναι τα Αστικά-Πολιτικά Δικαστήρια με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ άρθρα 904 επ.)
    Α)   ΓΙΑ ΧΡΕΗ –ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-ΝΠΔΔ
 1)    Το καταλληλότερο χρονικό σημείο αντιμετώπισης και άμυνας κατά επερχόμενου πλειστηριασμού της 1ης κατοικίας είναι στο στάδιο δημιουργίας διοικητικής διαφοράς και άσκησης προσφυγής με το άρθρο 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ)  με προσοχή στην τήρηση των προθεσμιών των 60 ή 30 ημερών (άρθρο 66 ΚΔΔ) όπου ως οφειλέτης αμφισβητείς το κατ΄ουσίαν βάσιμο της απαίτησης  του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ.
 2)  Διαφορετικά το επόμενο σημείο αντίστασης και άμυνας  στην Βεβαιωμένη Οφειλή (Ταμειακή Βεβαίωση) είναι στο στάδιο ΑΝΑΚΟΠΗΣ  κατά  Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)  με τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ 1 του  ΚΕΔΕ  κατά εκδοθείσας ατομικής ειδοποίησης και του νομίμου τίτλου (βεβαίωσης οφειλής), ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Διοικητικής Αρχής που τα εξέδωσε  και  ΑΝΑΚΟΠΗ  άρθρου 217 παρ 1 περιπ α ΚΔΔ   κατά της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης οφειλής ως εσόδου (με προβολή λόγων –αντιρρήσεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου βλ για το  ΚΕΑΟ άρθρο 101 Ν 4172/23-7-2013 και διαδικασία είσπραξης με ηλεκτρονική ειδοποίηση ΥΑ  ΦΕΚ Β 2699/23-10-2013).
  3) Άλλως προχωράς σε άμυνα με  ΑΝΑΚΟΠΗ κατά της αρξάμενης αναγκαστικής εκτέλεσης με πρώτη  πράξη την Κατασχετήρια Έκθεση σε βάρος της 1ης κατοικίας με τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ 2 ΚΕΔΕ (προβάλλοντας τους λόγους α-ζ)   ή  με ΑΝΑΚΟΠΗ κατ άρθρο 217 παρ 1 περ β –ε ΚΔΔ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του Τόπου Εκτέλεσης για ποσά μέχρι 60.000 ευρώ, ενώ άνω αυτού του Ποσού στο Μονομελές Εφετείο (βλ άρθρο 218 ΚΔΔ αρμόδιο Δικαστήριο).
Προσοχή η Ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτέλεση. Γι΄αυτό με Αίτηση Αναστολής Εκτέλεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (Διοικητικού ή Πολιτικού αν το είδος της  απαίτησης είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) του τόπου εκτέλεσης της κατάσχεσης-πλειστηριασμού με τη διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, ζητούμε την  αναστολή της εκτελέσεως (από τον δικαστή ερευνάται η πιθανότητα ευδοκίμησης της ανακοπής ανάλογα-προσοχή-με τους λόγους που προβάλλεις γι΄αυτό ειδικά προσέχουμε τους λόγους της ανακοπής να είναι σαφείς και ειδικοί και να επικαλούμαστε τα αποδεικτικά μέσα). Με προφορική αίτηση στον πληρεξούσιο του ανακόπτοντος δύναται να χορηγηθεί από τον δικαστή σημείωμα προσωρινής αναστολής μέχρι την έκδοση απόφασης για την αίτηση αναστολής. Καλύτερα είναι να διατυπωθεί στο δικαστή γραπτό αίτημα για χορήγηση σημειώματος προσωρινής αναστολής.
Οι αυστηροί λόγοι ΑΝΑΚΟΠΗΣ αναφέρονται ρητά στο άρθρο 73 του ΚΕΔΕ. Η  προσωρινή παροχή έννομης προστασίας προβλέπεται και στο Σύνταγμα στο άρθρο 20 του Συντάγματος μέσα στο πλέγμα  της ολοκληρωμένης παροχής έννομης προστασίας (άρθρα 6 και 13 ΕΣΔΑ).
Ι )      ΕΣΤΙΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ επιπλέον λόγων ανακοπής στη νομολογία.
Πέραν των περιοριστικών λόγων της ΑΝΑΚΟΠΗΣ του άρθρο 73 παρ 2 ΚΕΔΕ, ως ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΑΡΞΑΜΕΝΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ (πχ έκθεσης κατάσχεσης),  Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΧΕΙ ΔΕΧΤΕΙ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ:
Έλλειψη αιτιολογίας, μη προηγουμένη ακρόαση και ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ-Δικαιώματος .
Εφόσον δεν αμφισβήτησες ως οφειλέτης το κατ΄ουσίαν βάσιμο της απαίτησης  του Δημοσίου με προσφυγή του άρθρου 63 ΚΔΔ και έχεις φτάσει στο στάδιο ΑΝΑΚΟΠΗΣ κατά ΑΡΞΑΜΕΝΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ  ΜΕ ΚΑΤΑΣΧΕΤΗΡΙΑ ΕΚΘΕΣΗ  ΚΑΤΑ ΤΗΣ 1ης κατοικίας  μπορούμε να προβάλουμε σύμφωνα με την νομολογία.
Ότι η εκτέλεση προχώρησε με βάση άκυρο τίτλο (ή χωρίς τίτλο). Η νομολογία (βλ αποφάσεις  4351/2011 ΕφΑθ Δ/ΝΗ 2012 σελ 203, ΝΟΜΟΣ ΤΝΠ, ΑΠ 1267/1985 ΝοΒ 34 σελ 861) δέχτηκε ότι στον λόγο αυτόν υπάγεται και η περίπτωση κατά την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα και το δικαίωμα βεβαίωσης του εσόδου, δηλαδή προβαίνεις σε αμφισβήτηση της ύπαρξης της οφειλής     Ότι έγινε συμψηφισμός (άρθρο 83 ΚΕΔΕ )   ή διαγραφή μέρους χρέους  (άρθρο  82 ΚΕΔΕ) κλπ κλπ  
- Ισχυρίζεσαι και αποδεικνύεις πχ ότι με εξώδικο ζήτησες να γίνει συμψηφισμός για επιστροφή φόρων από τη ΔΟΥ  και αυτή αρνήθηκε και δεν σου κατέβαλε τα οφειλόμενά της  πχ ΦΠΑ, ΦΜΥ κλπ με αποτέλεσμα υπαιτίως το Κράτος να σε μετατρέψει με δικό του δόλο σε οφειλέτη κατά παράβαση του άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 28 παρ 1 Συντ. και της γενικής αρχής αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων (άρθρο 7 παρ 1 Ν 2690/1999 ΦΕΚ 45 Α-Κύρωση Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας).
   ΟΙ ΑΛΛΟΙ  ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
  -Η έλλειψη ακροάσεως  του καθού η εκτέλεση, παρεκτός και σου επεδόθη η ατομική ειδοποίηση.
- Η έλλειψη αιτιολογίας υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 75 ΚΕΔΕ-παραλείψεις και ακυρότητες πράξεων εκτελέσεως –Πρέπει να τις προτείνετε με την ανακοπή, δεν ερευνώνται αυτεπαγγέλτως.
- Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ- ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ  ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ  (Θεμελιώνεται στο Σύνταγμα άρθρο 25 παρ 1 και  3 ,  ΑΚ 281)
   Σύμφωνα με το άρθρο  25 του Συντ. , ορίζονται τα εξής
 «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του  κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.
  Ολα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστηκαι αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν (Αρχή της τριτενέργειας των συνταγματικών δικαιωμάτων-Είναι αποτέλεσμα Γερμανικής Συνταγματικής Θεωρίας). Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2….. 3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται….»
 ΕΠΕΙΔΗ τα δικαιώματα επαρκούς στέγασης  (άρθρο 21 παρ 4) και της αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ 1 του Συντάγματος), δεν τελούν υπό περιορισμούς του ίδιου του Συντάγματος ή νόμου προβλεπομένου υπό του Συντάγματος.
Κατά Συνέπεια η προσβολή τους με την κατάσχεση και τον  αναγκαστικό πλειστηριασμό είτε από το Κράτος ή ΝΠΔΔ ή από ιδιώτη, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις  ανωτέρω  συνταγματικές διατάξεις και ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ τυγχάνουν άκυρες όλες οι πράξεις ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΩΣ ΧΩΡΟΥ ΕΠΑΡΚΟΥΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΟΥΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ  ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, καθόσον προσβάλλουν τον πυρήνα αυτών των συνταγματικών δικαιωμάτων.
ΙΙ)  ΕΣΤΙΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ επιπλέον λόγων ανακοπής σε διατάξεις διεθνών συμβάσεων δυνάμει του άρθρου 28 παρ 1 Συντ.
Στην Ανακοπή προβαίνεις σε επίκληση διατάξεων διεθνών συμβάσεων κυρωμένων από το Ελληνικό Κράτος για την προστασία του δικαιώματος των πολιτών στην επαρκή στέγασή τους και ειδικά όταν είναι πρόσωπα χωρίς επαρκείς πόρους.
  – Πέραν των ανωτέρω λόγων Ανακοπής,  δια μέσου του άρθρου 28 παρ 1 Συντάγματος έχουν αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις διεθνών συμβάσεων που υποχρεώνουν το Συμβαλλόμενο Κράτος και τους Κρατικούς Υπαλλήλους να σέβονται το δικαίωμα των πολιτών στην επαρκή στέγασή τους και ειδικά όταν είναι πρόσωπα χωρίς επαρκείς πόρους,  και για το λόγο αυτό είναι άκυρη ως παράνομη (αντιβαίνουσα τις διεθνείς διατάξεις βλ παρακάτω)  η κατάσχεση 1ης κατοικίας ως επαρκής χώρος στέγασης ατομικά ή οικογενειακά από σένα ως πρόσωπο χωρίς επαρκείς πόρους διαβίωσης. Ειδικά:
   α)  Ο κατ΄άρθρο 28 παρ 1 του Συντάγματος  υπερνομοθετικής ισχύος νόμος 1426 /1984  ΦΕΚ Α 32/21-3-1984), κύρωσε τον  Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, όπου καθορίζει ευθέως υποχρεώσεις του  Συμβαλλομένου Κράτους,  όπως του Ελληνικού Κράτους στο  άρθρο  16 που ορίζει :
`Αρθρο 16  Δικαίωμα της οικογένειας για κοινωνική, νομική και οικονομική προστασία
Για  πραγματοποίηση  των  απαραίτητων   συνθηκών   διαβίωσης   που απαιτούνται  για  την  πλήρη  ανάπτυξη της οικογένειας που είναι βασικό κύτταρο της κοινωνίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν  την  υποχρέωση να   προωθούν  την  οικονομική,  νομική  και  κοινωνική  προστασία  της οικογενειακής ζωής, ιδίως με κοινωνικές και οικογενειακές  παροχές,  με φορολογικές διατάξεις, με ενθάρρυνση για την κατασκευή κατοικιών που να     ανταποκρίνονται  στις ανάγκες της οικογένειας, με την ενίσχυση των νέων εστιών ή με κάθε άλλο κατάλληλο μέτρο.
Συνακόλουθα, θα επικαλείσαι ότι: Εκ της ερμηνείας αυτής της διάταξης δεν νοείται ως κατάλληλο μέτρο προς εκτέλεση της ως άνω κρατικής υποχρέωσης η κατάσχεση και η αναγκαστική αφαίρεση της 1ης κατοικίας ως επαρκής χώρος στέγασης στην περίπτωσή μου.
   β) Κατ΄άρθρο 6 παρ 1 της ΣΕΕ  ορίζεται ότι « Η Ερωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές  που περιέχονται  στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προσαρμόστηκαν στις 12-12-2007 στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες της ΕΕ» και συνεπώς εξ αυτής αναγκαστικά δεσμεύεται το Ελληνικό Κράτος και οι κρατικοί υπάλληλοι (υπουργοί, δικαστές, βουλευτές, όργανα κατάσχεσης κλπ).
 Στον ανωτέρω Χάρτη στο άρθρο 34 παρ 3 ρητά ορίζεται ότι η Ένωση προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια αναγνωρίζει και  σέβεται  το δικαίωμα της στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους δεν διαθέτουν  επαρκείς πόρους. Περαιτέρω στο  άρθρο 17 του ιδίου Χάρτη ότι κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την ιδιοκτησία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης  για την απώλειά της.
Συνεπώς και με τη διάταξη αυτή που υπερισχύει στο Ελληνικό Δίκαιο αποκλείεται η αφαίρεση της 1ης κατοικίας ως χώρου αξιοπρεπούς στεγαστικής διαβίωσης με την κατάσχεση και αναγκαστικό της πλειστηριασμό.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο καθού η κατάσχεση -οφειλέτης μπορεί να προβάλλει λόγο ανακοπής κατά της κατάσχεσης και πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας του ως μη έχων άλλο χώρο επαρκούς και αξιοπρεπούς στέγασης αυτού και της οικογενείας του και ως μη έχων επαρκείς πόρους και να ζητήσει να ακυρωθεί η κατ’ αυτού έκθεση κατάσχεσης και κάθε περαιτέρω ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης  ως αντίθετη στο αληθές νόημα των ανωτέρω διεθνών διατάξεων και κατά συνέπεια ως παράνομη πράξη.
 Β)   ΓΙΑ ΧΡΕΗ –ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΝΑΝΤΙ  ΙΔΙΩΤΩΝ –ΤΡΑΠΕΖΩΝ 
στεγαστικό
                       Για αποφυγή πράξης κατάσχεσης  1ης κατοικίας
1)      Σε περίπτωση εξώδικης όχλησης από τράπεζα για εξόφληση υπολοίπου από Δανειακή Σύμβαση πάσης μορφής, ο δανειολήπτης πρέπει  να αρνηθεί με ΕΞΩΔΙΚΟ το αιτούμενο υπόλοιπο ως μη βέβαιο και μη εκκαθαρισμένο  για να μη νομιμοποιείται η τράπεζα να ζητήσει έκδοση Διαταγής Πληρωμής  (εκτελεστό τίτλο) για κατάσχεση και αναγκαστικό πλειστηριασμό (πχ 1ης κατοικίας).   Η άρνηση πρέπει να είναι σαφής και ειδικά  να αναφέρονται οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) που με βάσει τη  Νομολογία ΑΠ 430/2005, ΟλΣτΕ 1210/2010 και άλλες αποφάσεις έχουν κριθεί παράνομοι και καταχρηστικοί. Θα πρέπει ο  φερόμενος οφειλέτης στο ΕΞΩΔΙΚΟ να αναγράφει ότι στην υπάρχουσα σύμβαση δανείου που προσχώρησε χωρίς να μπορεί να διαπραγματευτεί του όρους,  περιλαμβάνονται οι εξής καταχρηστικοί  και παράνομοι όροι συναλλαγών σε βάρος του εν γνώσει της Τράπεζας που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα ποσά, όπως προερχόμενα από προσδιορισμό τόκου επί τη βάσει έτους 360 ημερών αντί 365 ημερών (προϊόν Απάτης 386 ΠΚ  τρίτης μορφής –αθέμιτης παρασιώπησης αληθινών γεγονότων εν όψει της γνώσης της τράπεζας και  της απόφασης 430/2005 του Αρείου Πάγου).
Πέραν δε αυτών να επικαλεστούν και να προσδιορίζουν ποσά τόκων δικαιοπρακτικούς ή και υπερημερίας που υπερβαίνουν τα ανώτερα ποσοστά από αυτά που ορίζονται στον ΠΙΝΑΚΑ ΕΞΩΤΡΑΠΕΖΙΚΏΝ ΤΟΚΩΝ  ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ (βλ τον πίνακα στο dsa.gr) ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΠΟΣΑ ΕΊΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΟΣΑ ΕΙΣΠΡΑΧΘΗΣΑΝ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΕΡΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ (ΑΡΘΡΟ 904 ΑΚ) επί 20 έτη η τράπεζα ενέχεται να τα επιστρέψει  (βλ Νομολογία  ΑΠ 1291/2001 Εφ Πειρ 469/2009, Ειρην Αθηνών 178/2009 και άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητα) καθώς και ότι τα ποσά που εισπράχθηκαν πέραν των ανωτέρων εξωτραπεζικών επιτοκίων αποτελούν τοκογλυφία  (βλ περιπτώσεις άρθρου  404 ΠΚ πλημμελήματα -κακουργήματα) και να διατυπώνεται ένσταση αδικαιολογήτου πλουτισμού της τράπεζας εάν ο δανειολήπτης έχει καταβάλει αχρεωστήτως και αίτημα συμψηφισμού για το νόμιμο υπόλοιπο που τυχόν οφείλεται.
2)  Εάν εκδόθηκε Διαταγή Πληρωμής 
 Τότε από την επίδοση Διαταγής Πληρωμής και εντός 3 ημερών ο δανειολήπτης ασκεί την  ΑΝΑΚΟΠΗ  κατ’ αυτής–Αίτηση Ασφασλιτικών Μέτρων και αιτείται Προσωρινή Διαταγή.
Ο Δανειολήπτης προβάλλει όλους τους παραπάνω λόγους  με τα παράνομα ποσά που συμπεριελήφθησαν στο ποσό της Διαταγής και ζητά την ακύρωση του Εκτελεστού Τίτλου ήτοι της Διαταγής Πληρωμής   (άρθρα 682 επομ ΚΠολΔ)
 3) Εάν ο δανειολήπτης δεν πέτυχε να έχει επιδόσει Προσωρινή Διαταγή στην Τράπεζα και αυτή την 4ή ημέρα από την επίδοση της Διαταγής Πληρώμής (άρθρο 926 ΚΠολΔ) προβεί σε πράξη εκτέλεσης ήτοι σε ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ της ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ……….ΤΟΤΕ
Ο Δανειολήπτης ασκεί την ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 933-934 και Αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων Άρθρου 938-939 ΚΠολΔ με αίτημα στο Δικαστή για έκδοση σημειώματος αναστολής εκτέλεσης ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής.   
Στα δικόγραφα αυτά μεταξύ άλλων λόγων (βλ άρθρο 933 ΚΠολΔ) επειδή ελέγχεται η πιθανολόγηση  ευδοκίμησης της ανακοπής, πρέπει να προβάλλεται  επιπλέον  ότι:
-         ο τίτλος ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ πάσχει ως προς την εγκυρότητά του ως προϊόν  ΑΠΑΤΗΣ ΕΝΏΠΙΟΝ ΔΙΚΑΣΤΟΥ καθόσον με απατηλή ενέργεια της Τράπεζας παραπλανήθηκε ο Δικαστής και συμπεριέλαβε στο ποσόν της απαίτησης ποσά που ήσαν παράνομα (βλέπε παραπάνω πως προκύπτει και να προσδιόρίζονται σαφώς τα ποσά).
-         Να επικαλεσθεί ο δανειολήπτης τα ανωτέρω συνταγματικά δικαιώματα για την προστασία της επαρκούς στέγασης αυτού και της οικογενείας του καθόσον τα δικαιώματα αυτά προστατεύονται και μεταξύ ιδιωτών καθώς και τα απόλυτα συνταγματικά δικαιώματά του από τις ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις (κατ΄ άρθρα 28 παρ 1 και  25 παρ 1 Συντ) και να ζητά την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης της 1ης κατοικίας του ως πράξη αντίθετη σ’ αυτές τις διεθνείς διατάξεις.
Θέμα Νομικής Βοήθειας
Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ 1 Ν 4194/27-9-2013 Νέος Κώδικας Δικηγόρων, το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου  έχει αρμοδιότητα να αναθέσει σε δικηγόρο την παροχή δωρεάν δικηγορικών υπηρεσιών σε όσους στερούνται οικονομικής δυνατότητας να υπερασπισθούν  τον εαυτό τους ενώπιον Δικαστηρίων  ή οποιασδήποτε Αρχής.  Επίσης ο δικαιούχος νομικής βοήθειας ορίζεται σύμφωνα με τον Ν 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24) και για τα ευεργετήματα πενίας βλέπετε τα άρθρα 194 έως 204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας  και 276 (τέλος δικαστικού ενσήμου) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Αθήνα 18-12-2013
Σακκάς Ιωάννης, Πρώην Εισαγγελέας, νομικός και πολιτικός επιστήμονας.